Δύο νέες ποιητικές συλλογές του Τόλη Νικηφόρου που όπως έχει δεσμευτεί για κάθε χρόνο ζωής που θα του χαρίζει το σύμπαν θα καταθέτει ένα νέο βιβλίο. Το σύνολο της δουλειάς του ο Νικηφόρου τα αφιερώνει στη Σοφία και τον γιο τους Νίκο.
Για τη συλλογή ένα καθαρό μαντήλι επιλέγει έναν ακόμη απολογισμό ζωής ανακαλώντας στη μνήμη τις φουρτουνιασμένες θάλασσες που πέρασε σχεδόν πάνω στο καρυδότσουφλο-ποίημα που εντέλει τον έβγαλε σχετικά σώο στην ακτή. Άρα όσα περιγράφονται στο βιβλίο αυτό δεν είναι ποιήματα αλλά μνήμες κι αγωνίες που ακουμπούν για να σφουγγίσουν τον ιδρώτα και ενίοτε το κλάμα πάνω σε ένα καθαρό μαντήλι.
Παράλληλα διαλέγεται με την τέχνη της ποίησης που είναι ολόκληρη η ζωή του, με τους χαμένους ποιητές που ωστόσο παραμένουν δίπλα μας πάντα. Βλ. το αφιερωμένο ποίημα στον Ανέστη Ευαγγέλου:
έφυγαν μα δεν χάθηκαν
μνήμη Ανέστη Ευαγγέλου
οι ποιητές που έφυγαν δεν χάθηκαν/ έγιναν μακρινή μουσική το σούρουπο/ η λάμψη στα μάτια ενός παιδιού/ άγγιγμα από χέρι αγαπημένο// άφησαν αποτυπώματα στην εποχή/ κατέχουν μόνιμη θέση στη βιβλιοθήκη/ δωρεά για τις γενιές που θα ‘ρθουν// έφυγαν μα δεν χάθηκαν/ στίχοι έγιναν σε ποιήματα/ πουλιά σε καταγάλανο ουρανό/ και αλεξικέραυνο σε καταιγίδες/ όλα όσα επιμένουν/ ν’ ανθίζουν μέσα στον χειμώνα
Με τα χρόνια να περνούν ο Νικηφόρου ολοένα και συχνότερα νιώθει την ανάγκη του απολογισμού, ρίχνει διαρκώς ματιές πίσω παραμένοντας ενεργός ίσως από τους ελάχιστους της γενιάς του που επιμένουν να στην ποίηση και στη ζωή. Πολλά έγιναν άλλα απόμειναν σχέδια η ειλικρινής πάντως εκμυστήρευση αποτελεί μια κατάκτηση για τον ποιητή και ένα δώρο στους αναγνώστες:
άτεγκτος
τα μακρινά ταξίδια που δεν έκανα/ πεντέξι μυθιστορήματα που δεν έγραψα/ και πιο πολύ η αγάπη που δεν έδωσα/ κι εκείνοι που κάποτε άθελα μου αδίκησα/ είναι η πιο πικρή γεύση στα χείλη// ενώ άτεγκτος στη καρδιά μου ένας δικαστής/ δεν δέχεται κανένα απολύτως ελαφρυντικό.