Τα Παντρολογήματα (γνωστά και με τους τίτλους Ο Γάμος και Γαμπροπάζαρο) [ο Γκόγκολ] είχε αρχίσει να τα γράφει από το 1833. Στη Ρώμη τούς δίνει την οριστική μορφή τους και τα στέλνει στην Πετρούπολη, όπου πρωτοπαίχτηκαν τον Δεκέμβρη του 1842.
Το θέμα της δίπρακτης αυτής κωμωδίας είναι απλό: αναποφάσιστο και νωθρό γεροντοπαλίκαρο, ο ήρωας του έργου Ποντκολιόσιν, πείθεται ‒από μια προξενήτρα στην αρχή, από έναν φίλο του ύστερα‒ να ζητήσει σε γάμο την κόρη ενός εύπορου εμπόρου. Νυμφίος και φίλος, πηγαίνουν στο σπίτι του μέλλοντος πεθερού, όπου έχουν μαζευτεί και μερικοί άλλοι μνηστήρες. Χάρη στην ευστροφία του φίλου του, ο Ποντκολιόσιν μένει ο επικρατέστερος απ’ όλους· τα πάντα πάνε μια χαρά, ώσπου την τελευταία στιγμή ο ήρωάς μας κυριεύεται από θανάσιμο τρόμο μπρος στον γάμο και, μην ξέροντας πώς αλλιώς να γλιτώσει, πηδάει από το παράθυρο και το βάζει στα πόδια…
Με τα Παντρολογήματα ο Γκόγκολ σατιρίζει την καινούρια τάξη των μικοαστών που μόλις είχε αρχίσει να διαμορφώνεται ύστερα από τις μεταρρυθμίσεις του τσάρου Αλέξανδρου Α΄. Παρουσιάζονται τύποι αλλόκοτοι, μονομανείς, με παράδοξες παρορμήσεις, που κινούνται σ` έναν χώρο παράλογο. Προβάλλει, σαν μέσα από παραμορφωτικό καθρέφτη, την ανθρώπινη πραγματικότητα.
Βάζω πρόσωπα πάνω στη σκηνή με κωμικές καταστάσεις για να διασκεδάσω λίγο τη βαθιά μελαγχολία μου. Όμως οι θεατές πρέπει να καταλάβουν ότι γελώντας με τους ήρωές μου γελάνε μ` εμένα τον ίδιο, γιατί μέσα σε αυτούς έχω μεταφέρει την ίδια μου τη λάσπη.
Γκόγκολ