Βλέπεις λοιπόν, φίλε Τζώρτζ, ότι μπορεί να μην έχω την τύχη τού φουκαρά Ουΐνστον και να μη καταντήσω να λατρεύω τον Μεγάλο Αδελφό. Αλλά θα ομολογήσω, είχες συναρπαστικό και απο- καθηλωτικό τρόπο γραφής, που ξεπερνούσε τις αντιστάσεις μου, έτσι που περιγράφεις τις φρικώδεις και θανατερές σκηνές της νέας κοινωνίας, που σερβίριζες στους αναγνώστες σου. Η πέννα σου ήταν ένα μακρύ και λεπτό ξίφος, που έμπαινε στα έγκατα του είναι μου και τσάκιζε, κομμάτιαζε αναίμακτα την ψυχή μου και σκορπούσε τα κομμάτια της, με τραγικό ύφος, τριγύρω, μ᾽ έναν ανυπό- φορο πόνο, αλλά συνάμα τόσο ελκυστικό, πασπαλισμένο με αφόρητη ηδονή, όχι της ικανοποίησης, αλλά την ηδονή της αποκάλυ- ψης και της γνώσης. Γιατί τότε κατάλαβα, ότι πονούσες κι εσύ Τζώρτζ και όχι μόνο. Ένοιωθες φθόνο, σιχασιά και μίσος για την κοινωνία τη δική σου. Ήσουν δυστυχισμένος Τζώρτζ. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω αν ήταν περισσότερο από την πικρία σου, για το βασανισμένο κορμί σου ή την βασανισμένη συνείδησή σου.
Διαβάζοντας και την αλληγορική σου νουβέλα «Η φάρμα των Ζώων», συνειδητοποίησα ότι η ειρωνεία σου, η σκληρή ειρωνεία σου για την κοινωνία που ενυπήρχες, ήταν η αφορμή για την κοινωνία που περιγράφεις.
Είχες φοβερό, πανέμορφο τρόπο γραφής, συγκριτικά με την πάμπτωχη γλώσσα σου, την οποία όμως περίτεχνα ενέδυσες με τις χίλιες και πλέον λέξεις, τις μεστές και πλουτοφόρες λέξεις από τη δική μου γλώσσα.
Και αναγκάζομαι εδώ να σου πω τι έκανε ένας Αμερικανός, που έζησε πενήντα ολόκληρα χρόνια και ζει ακόμη στην Ελλάδα, ο Bruce Landsdale, μηχανικός και διευθυντής της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής στην Θεσσαλονίκη, ο οποίος έγραψε ένα τεράστιο ποίημα για την Ελλάδα και καταλήγει με τα λόγια τα οποία αποτελούν έναν ύμνο για την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό της: «Σ᾽ ευχαριστώ Ελλάδα, που μου έμαθες τη γλώσσα του αδελφού, η οποία μιλάει, αλλά και ακούει και αγαπάει».