Ο κύριος γυρίζει σπίτι του. Βλέπει η γυναίκα του το κολάρο του άντρα της και βάζει τις φωνές: «Πω, πω, πω… Πώς έκανες έτσι το πουκάμισό σου; Μια σκόνη στο λαιμό σου». Δίνει μια ανάποδη και η σκονίτσα πέφτει στο χαλί. «Ας κάτσω», είπε, «να δω λίγη τηλεόραση». Μα δεν έβλεπε καλά και κολλάει στο γυαλί. Άρχισε να κινείται πάνω στην οθόνη. Η εικόνα αποκτούσε μια κουκκίδα, άλλοτε θάμπωνε ή έπεφταν νιφάδες χιονιού. Ώσπου οι άνθρωποι βαρέθηκαν, νύσταξαν, έσβησαν την τηλεόραση και πήγαν για ύπνο.
«Το σπίτι θέλει ένα γερό καθάρισμα», είπε το πρωί η νοικοκυρά. Άνοιξε τα παράθυρα, έβαλε την ηλεκτρική σκούπα, πλάκωσε το ξεσκόνισμα και το σφουγγάρισμα.
Η σκονίτσα έφυγε από το ανοιχτό παράθυρο. Πετούσε ψηλά στο ηλιόλουστο πρωινό, κοιτούσε τα σπίτια, τους ανθρώπους, τα αυτοκίνητα που στριμώχνονταν στους δρόμους, τα πάρκα. Άφησε τον άνεμο να την ταξιδεύει. Το φως να τη συντροφεύει."
Η σκονίτσα έφυγε από το ανοιχτό παράθυρο. Πετούσε ψηλά στο ηλιόλουστο πρωινό, κοιτούσε τα σπίτια, τους ανθρώπους, τα αυτοκίνητα που στριμώχνονταν στους δρόμους, τα πάρκα. Άφησε τον άνεμο να την ταξιδεύει. Το φως να τη συντροφεύει."
Η αφήγηση των ιστοριών που περιέχονται στο βιβλίο αυτό γινόταν, ακουγόταν και παρουσιαζόταν από τον «Μπαλού» (Λάκη Κουρετζή) ξαφνικά, σε ανύποπτους χρόνους. Άλλοτε κάτω από τα δέντρα του δάσους της Βαρυμπόμπης, ή τις νύχτες στο μικρό θεατράκι της κατασκήνωσης, ή κάτω από τα υπόστεγα του κτηρίου, όταν ο καιρός ήταν βροχερός και οι νύχτες ψυχρές και δεν επέτρεπαν νυχτερινούς παρά μόνο πνευματικούς και συναισθηματικούς περιπάτους. Αυτές οι ιστορίες αποτελούνται από αληθινά περιστατικά που συνέβησαν σε αυτήν την κοινωνία που την αποτελούσαν παιδιά 6 έως 16 ετών και ενήλικες που, ενώ μεγάλωναν, παρέμεναν παιδιά.