Επιχειρεί να δώσει απαντήσεις, μεταξύ άλλων, στα ακόλουθα ερωτήματα:
- ποιο είναι το δογματικά επιβεβλημένο μέτρο επέμβασης των διαδικασιών αφερεγγυότητας στις προγενέστερες συμβατικές σχέσεις
- ποιες συμβάσεις πρέπει να θεωρηθούν εκκρεμείς
- κατά πόσο ο σύνδικος μονοπωλεί την εξουσία λήψης αποφάσεων για την τύχη των συμβάσεων
- ποιο είναι το πρότυπο και ποια τα κριτήρια με βάση τα οποία θα αποφασιστεί η τύχη των συμβάσεων
- κατά πόσο, στη διαμόρφωση των κριτηρίων αυτών, μπορεί να συμβάλει και η διδασκαλία της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου
- αν, για τον ίδιο σκοπό, θα ληφθούν υπόψη τα συμφέροντα των αντισυμβαλλόμενων του οφειλέτη
- αν οι συμβατικές παροχές συνεχίζουν να εκπληρώνονται κανονικά μέχρι να ληφθεί η σχετική απόφαση του συνδίκου
- ποιες είναι οι έννομες συνέπειες της αποδοχής μιας σύμβασης, και ποιες οι συνέπειες της απόκρουσής της
- αν η σχετική συζήτηση τίθεται σε διαφορετική βάση όταν δεν έχει εκκινήσει πτώχευση, αλλά προληπτική αναδιάρθρωση του οφειλέτη-συμβαλλόμενου και
- αν κάποιες συμβάσεις, όπως οι συμβάσεις προσωπικού χαρακτήρα, ή εκείνες που συνάπτονται στο πλαίσιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών, πρέπει να αποτιμηθούν με διαφορετικά μέτρα και σταθμά σε σχέση με τις λοιπές, τις «κοινές» συμβάσεις.
Η μονογραφία διαρθρώνεται σε πέντε κεφάλαια, ως εξής:
- Στο πρώτο, τίθενται οι αναγκαίες δογματικές βάσεις.
- Στο δεύτερο, επιχειρείται δικαιοσυγκριτική μελέτη του ζητήματος.
- Στο τρίτο, διερευνάται το ζήτημα της τύχης των συμβάσεων στην πτώχευση.
- Στο τέταρτο η συζήτηση προσαρμόζεται στα δεδομένα της προληπτικής αναδιάρθρωσης.
- Το πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο, εν είδει ανακεφαλαίωσης, εφαρμόζει τα συμπεράσματα των προηγούμενων κεφαλαίων στο παράδειγμα της άδειας χρήσης σήματος.
Απευθύνεται τόσο στον ερευνητή του Δικαίου της Αφερεγγυότητας, ο οποίος αναζητά δογματική τεκμηρίωση, όσο και στους δικαστές, στους διαχειριστές αφερεγγυότητας και στο νομικό της πράξης, που αντιμετωπίζουν καθημερινά ζητήματα που άπτονται των διαχείρισης συμβάσεων εντός των διαδικασιών αφερεγγυότητας.