Πού ήσουνα μητρόπολη, μαχαίρι σαν μου μπήγαν; Πού ήσουνα πατρίδα μου για να με προστατέψεις; Πού ήσουν κόσμε υποκριτή, δήθεν πολιτισμένε; Τυφλός μπροστά στα εγκλήματα, βουβός στις κτηνωδίες. Τον «άλλο» λες πως νοιάζεσαι… Ποιος είν’ αυτός ο άλλος; Που πάντα είν’ αλλιώτικος και όχι ο πλησίον; Όπου έχει ανταλλάγματα, όλα για το συμφέρον∙ τον μαμωνά μόν’ αγαπάς κι όλα γι’ αυτόν τα κάνεις. (“Ο Πόντος ζει!”)
Ο Αϊ-Δημήτρης δεσμώτης. Κρέμονταν οι βαριές αλυσίδες στα χέρια όπως καθόταν στην πέτρα. Πέτρινο μπουντρούμι, ημίφως, υγρασία. Το κεφάλι ήταν σκυφτό και προσευχόταν∙ κι οι αλυσίδες κρέμονταν. Μπήκε ο Νέστορας, μίλησε κι είπε. Παρακάλεσε. Σήκωσε ο δεσμώτης το κεφάλι του και φωτίστηκε ο τόπος απ’ το βλέμμα του. Σήκωσε τα χέρια και σταύρωσε τον επισκέπτη κι οι αλυσίδες κουδούνισαν σαν να ’ταν θυμιατό. Ή μήπως ήταν θυμιατό; Πώς ευωδίασε έτσι ο τόπος; Ποιος Λυαίος; Ποια άλλα άνευ σημασίας πρόσωπα και πράγματα του κόσμου τούτου; Αυτοκράτορες όντες, μηδέ εαυτούς δύνανται κρατείν… Γύρισαν και οι δύο και με κοίταξαν. Γιατί με κοιτάτε έτσι; (“Μας κοιτούν”)
Αλλά τούτες τις μέρες, Παναγία μου, βλέπω ότι λύσσαξε ολότελα ο εξαποδώ και παίρνει τα μυαλά πολλών ανθρώπων. Τρέχουν σαν φοβισμένα βουβάλια οι άνθρωποι και φαίνεται μόνο τ’ ασπράδι του ματιού τους. Και τα δαιμονόσκυλα γαυγίζουν γύρω-γύρω∙ οδηγούν το κοπάδι. Η φοβισμένη αγέλη τρέχει και τσαλαπατά ό,τι βρει μπροστά της πηγαίνοντας ολοταχώς για τον γκρεμνό. Η πτώση, πάλι η πτώση… Πάντα η πτώση. Πάλι εξουσία, πάλι φθόνος. Πάλι αγοράζουμε τη σκλαβιά για ελευθερία. Πάλι την ανοησία για λογική. Αλλά Εσύ «παράδεισε λογικέ», η «πιστών καταυγάζουσα φρένας», η «αυγή τον νουν φωτίζουσα», νουθέτησε τους «συληθέντας τον νουν». Παναγία μου Οδηγήτρια, οδήγησέ μας Στον Υιό Σου και Θεό και σώσε μας! (“Γράμμα στην Οδηγήτρια”)