Όπως διακήρυξε η γενιά του ’30, η οποία ανέδειξε και επέβαλε την αισθητική διάσταση του λαϊκού, οι αγράμματοι χωριάτες και όχι οι μορφωμένοι αστοί ήταν εκείνοι που κράτησαν ζωντανή τη γλώσσα μας και αδιάσπαστη την πολιτισμική ελληνικότητα. Και το έκανε συνδυάζοντας τη νοσταλγία για το ανεπιτήδευτο παρελθόν με τις επιταγές του περίπλοκου και εισαγόμενου μοντερνισμού. Για να καταλάβουμε λοιπόν τι σημαίνει και πώς λειτούργησε αυτή η διόλου απλή, συχνά αντιφατική και επώδυνη κίνηση θα πρέπει να την εντάξουμε σε ένα γενικότερο πλαίσιο αναφοράς που είναι η μετάβαση από την προνεωτερική κοινότητα στη νεωτερική κοινωνία.
Το πρώτο μέρος είναι μια περιήγηση στον εννοιολογικό χώρο της νεωτερικότητας ως νοσταλγίας, στο δεύτερο θα ασχοληθούμε με μερικές πτυχές του δημοτικισμού και της λαογραφίας και στο τρίτο θα εξετάσουμε το πώς είδαν το λαό ο μυστικιστής Πικιώνης και ο μοντερνιστής Σεφέρης.