Η ψυχανάλυση δεν έχει παρά μόνο ένα μέσο λειτουργίας: την ομιλία αυτού ή αυτής που απευθύνεται στον ψυχαναλυτή. Στο ξεκίνημά της υπάρχει η μεταβίβαση για την οποία ο Φρόυντ έλεγε ότι αποτελεί την πραγματική αγάπη και ο Λακάν διευκρινίζει ότι άξονάς της είναι «το υποκείμενο που θεωρείται ότι ξέρει». Στην αρχή της βρίσκουμε παράλληλα την «επιθυμία του αναλυτή» που αποφασίζει τα της εισόδου στην ψυχαναλυτική διαδικασία και την κατεύθυνσή της.
Η προσφυγή στον μεγάλο Άλλο, η οποία διαφαίνεται στην περίπτωση της υστερίας σε πρώτο πλάνο, είναι η ίδια η συνθήκη της ψυχανάλυσης. το υποκείμενο παρουσιάζεται εκεί ως διαιρεμένο. Στην περίπτωση της υστερίας το υποκείμενο του ασυνείδητου εμφανίζεται εύκολα αναγνωρίσιμο, κατά τρόπο παραδειγματικό, στο επίπεδο της σημαί- νουσας αλυσίδας όπως αυτή αρθρώνεται σύμφωνα με την επιθυμία του Άλλου.
Η προσφορά δημιουργεί το αίτημα, και το ότι ο ψυχαναλυτής προσφέρεται να ακούσει μπορεί να δημιουργήσει ένα αίτημα για ανάλυση από τον ασθενή που πάσχει, το σύμπτωμα του οποίου τροφοδοτεί την έκφραση του προβλήματός του. Επιθυμία και αίτημα συνθέτουν ένα ζεύγος λακανικών εννοιών, η εσωτερική διαλεκτική του οποίου αποκαλύπτεται πολύπλοκη και εγγράφεται στη δομή, εκείνη της γλώσσας. Claude Duprat