Το οδοιπορικό αυτό –ας το ονομάσουμε και έτσι– με την Αρκαδία ως βάση, επεκτείνεται και βρίσκεται παντού στον κόσμο, σε κάθε γωνιά του και πέρα από τα στενά όρια που θέτει ο τοπικισμός. Διότι Παρόδιοι Σταθμοί, Χάνια, ή όπως στο διάβα του χρόνου ονομάζονταν όλα αυτά τα κτίσματα που παρείχαν υπηρεσίες στους ταξιδιώτες του δρόμου, στην Αρκαδία και στην Πελοπόννησο, στη Ρούμελη και στην Ήπειρο, στη Μακεδονία και στη Θράκη, στους εμπορικούς δρόμους των Βαλκανίων, ή ακόμα μακρύτερα, σ’ ολόκληρη τη Γηραιά Ήπειρο –στο μακρύ διάστημα των αλλεπάλληλων πολιτισμών που γεννιόντουσαν ή πέθαιναν, τον ίδιο σκοπό, με μικρές αποκλίσεις φυσικά– είχαν πάντοτε για τον παράγοντα άνθρωπο.
«Μπαίνουμε σ’ ένα μεγάλο στάβλο γεμάτο καπνό, όπου βλέπω μια φωτιά! Φωτιά! Κάποιος εκεί με απαλλάσσει από την κουβέρτα μου και πλησίασα τη φλόγα με το αίσθημα μιας εξαίσιας χαράς. Δειπνήσαμε με καμιά δωδεκαριά βραστά αυγά μελάτα, που μας τα ψήνει μια ηλικιωμένη γυναικούλα, κυρά σ’ αυτό το χάνι. Ήπια ρακί, κάπνισα, ζεστάθηκα, ψήθηκα, συνήλθα, κοιμήθηκα δύο ώρες πάνω σε μια ψάθα […] περνάμε την υπόλοιπη νύχτα στεγνώνοντας και καίγοντας τα πράγματά μας. >>>