Ἤμην τόσον προκατειλημμένος κατὰ τοῦ Θανάση Βάγια! Ἀλλὰ καὶ ποῖος Ἕλλην δὲν ἔμαθεν, ἀπὸ τῆς παιδικῆς του ἡλικίας, μὲ ἀποτροπιασμὸν νὰ ἀναφέρῃ τὸ ὄνομά του; Δὲν ἦτο ὁ δήμιος τοῦ φοβεροῦ Ἀλῆ Πασᾶ; δὲν ἦτο τὸ ὄργανον τῶν βδελυρῶν του ἀνοσιουργημάτων; δὲν ἦτο ὁ ἐπάρατος φονεὺς ἑκατοντάδων ἀθώων; δὲν ἦτο αὐτόχρημα προδότης τοῦ Ἔθνους του; Πῶς, λοιπόν, νὰ μὴν εἶμαι προκατειλημμένος; Καὶ ἀποροῦσα, ὅταν ἔγραφον τὴν πρώτην μελέτην μου περὶ τῆς «Κυρᾶ Βασιλικῆς», πῶς ὁ κακὸς αὐτὸς δαίμων τῆς Ἠπείρου, ὁ κατάρατος δολοφόνος, ἀπετέλει μέρος τῆς συνοδείας τῆς φιλανθρώπου καὶ καλοκἀγάθου ταύτης γυναικός, καὶ δὲν ἠδυνάμην νὰ ἐξηγήσω τί κοινὸν ἠδύνατο νὰ ὑπάρχῃ μεταξὺ τῆς ἁγνῆς Βασιλικῆς καὶ τοῦ ἀχρείου δούλου· καὶ διηρωτώμην: Τί ἔπραξε τὸ ἀνθρωπόμορφον αὐτὸ τέρας, ὥστε νὰ συγχωρηθῇ ὑπὸ τῆς Πύλης, νὰ φιλοξενηθῇ εἰς τὰ Πατριαρχεῖα καὶ νὰ ἀποβῇ ὁ ἀχώριστος σύντροφος τῆς εὐσεβοῦς Κυρίας, κατὰ τὴν μακροχρόνιον διατριβὴν αὐτῆς εἰς τὸ Φανάριον καὶ ἔπειτα κατὰ τὴν ἐξορίαν αὐτῆς εἰς Προῦσαν;
Μὰ τί ἔπραξεν, ἐπὶ τέλους, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, διὰ νὰ πέσῃ κατ᾽ αὐτοῦ τόσον βαρὺ τὸ ἀνάθεμα τῆς ἐθνικῆς ἀρᾶς; ποῖον εἶναι τὸ αἴτιον τῆς γενικῆς ταύτης κατακραυγῆς; «Τὸ Γαρδίκι», μοῦ λέγει ὁ Pouqueville· «τὸ Γαρδίκι», μοῦ ἐπαναλαμβάνει ὁ Λαμπρίδης· «τὸ Γαρδίκι», φωνάζει ὁ Ἀραβαντινός· «τὸ Γαρδίκι», διαλαλεῖ ὁ ἀθάνατος ποιητής, παριστῶν εἰς στίχους λαξευτοὺς τὸν Βάγιαν ὡς βρυ¬κόλακα, ἐξερχόμενον τοῦ τάφου καὶ διωκόμενον ἀπὸ τὰ φάσματα τῶν θυμάτων του.
Ἐζήτησα νὰ εὕρω καὶ ἄλλα κακουργήματα, κακοηθείας, προδοσίας, ἀνοσιουργήματα· τίποτε δὲν εὗρον. Τὸ Γαρδίκι μόνον, καὶ πάλιν τὸ Γαρδίκι, μοῦ ἐπαναλαμβάνουν ἐν χορῷ καὶ οἱ τέσσαρες κατήγοροι τοῦ Βάγια· καὶ εἶναι πράγματι ἀπαισία ἡ τραγῳδία τοῦ Γαρδικίου…