Στις αρχές του 1931, ανήμερα των Θεοφανίων, στις όχθες του ποταμού Κηφισού, ξεβράζονται σακιά που περιέχουν ένα διαμελισμένο πτώμα. Η έρευνα της αστυνομίας θα υποδείξει ως κύριους ενόχους την πεθερά του θύματος και τη σύζυγό του, ενώ θα προσαχθούν μαζί τους στο εδώλιο, ο ξάδερφος της συζύγου και η υπηρέτρια του σπιτιού, ως συνεργοί. Η κοινή γνώμη συνταράσσεται όχι μόνο από την αγριότητα του εγκλήματος, αλλά ειδικότερα από το γεγονός ότι οι βασικοί δράστες είναι γυναίκες. Η σκληρή πατριαρχική κοινωνία αδυνατεί να πιστέψει ότι μια γυναίκα –ακόμη κι αν είναι θύμα χρόνιας κακοποίησης όπως αποδείχθηκε στη δίκη– είναι ικανή για μια τόσο φρικιαστική πράξη.
Το έργο επιχειρεί να φωτίσει την οριακή ψυχολογία των ανθρώπων που καταφεύγουν στη βία έχοντας υπάρξει προηγουμένως οι ίδιοι θύματά της. Το αποτρόπαιο έγκλημα διαταράσσει τις ισορροπίες της ελληνικής κοινωνίας, που αισθάνεται ότι βάλλεται ο πυρήνας της ελληνικής οικογένειας και το πρότυπο της προσηνούς και υπάκουης συζύγου και πεθεράς. Η δικαιοσύνη απονέμεται εντός και εκτός της δικαστικής αίθουσας, με τον όχλο να απαιτεί την παραδειγματική τιμωρία των γυναικών που τόλμησαν να ξεπεράσουν τα κοινωνικά όρια του φύλου τους.