Στο παρόν μεταφραστικό πόνημα, περιλαμβάνονται τα πιο αντιπροσωπευτικά ποιήματα της Battiferra από το έργο της Ilprimo libro delle opere toscane di Madonna Laura Battiferra degli Ammannati, με στόχο να γίνει γνωστό στο ελληνικό κοινό μια σπουδαία ποιήτρια της Αναγέννησης, αλλά και να αναδειχθεί η σημαίνουσα παρουσία των γυναικών δημιουργών σε περιόδους κομβικές για την ιστορία της λογοτεχνίας. Κάθε ποίημα συνοδεύεται από τον απαραίτητο σχολιασμό, ώστε να είναι προσιτή στον σύγχρονο αναγνώστη η ποίηση αυτών των μακρινών χρόνων, μέσα από τη γνώση των πραγματολογικών στοιχείων
ΣΤΗ ΔΟΥΚΙΣΣΑ ΤΗΣ ΦΛΩΡΕΝΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΙΕΝΑΣ
Σ’ εσάς, βασιλική γυναίκα, αφιερώνω και δωρίζω,
αν και μικρή ανταμοιβή στην υψηλή αξία σας,
αυτό το χέρι, αυτή την πένα και τούτο το μελάνι
κι αν ήμουνα ποτέ, θα είμαι ή είμαι κάτι,
ο ήχος της Μούσας μου αν ταίριαζε
στη σκέψη μου για εσάς, σκέψη που για άλλον άνθρωπο δεν έχω,
πως είστε του αιώνα μας η δόξα κι η τιμή,
θα έλεγα εκείνο που μες στην καρδιά μου συλλογίζομαι.
Και ίσως δίπλα σ’ εκείνον που στον Σοργκ
με το τραγούδι του ύψωσε την όμορφη δάφνη όλο τιμή
θα πήγαινα κι εγώ, πετώντας σε κάθε τόπο δίχως τέλος,
κι εσείς σαν ήλιος, που στον τυφλό τον κόσμο μας δίνει
το φως του, με τη γλυκιά θαυμάσια λάμψη σας
θα κάνατε ολοφώτεινα τα σκοτεινά χαρτιά μου.
Η Eleonora di Toledo (1519–1562) παντρεύτηκε τον Cosimo de’ Medici, Δούκα της Φλωρεντίας, το 1539. Γέννησε έντεκα παιδιά, από τα οποία οκτώ έφτασαν την ενηλικίωση, πράγμα που εξασφάλισε τη συνέχεια στον οίκο των Μεδίκων, σε μια περίοδο που η δυναστεία κινδύνευε με αφανισμό[1]. Επιπλέον, όταν ο Cosimo έλειπε, ήταν εκείνη που αναλάμβανε τη διοίκηση, ενώ ο δούκας συνήθιζε να συμβουλεύεται τη σύζυγό του για τα σοβαρά πολιτικά ζητήματα[2].
Η Battiferra αφιερώνει ολόκληρο το βιβλίο της σε αυτή τη γυναίκα, ενώ στο εναρκτήριο σονέτο του βιβλίου την αντικρίζει ως μια παρουσία θεϊκή. Δηλώνει πως η τέχνη της είναι αφιερωμένη στην Eleonora, ως μια μικρή ανταμοιβή για την αξία της (ben che vil pregio all’alto valor vostro) και εκφράζει την επιθυμία της να οδηγηθεί από τη Μούσα στην έκφραση του βαθύτατου θαυμασμού προς τη βασιλική γυναίκα (στ.4-8). Στο β΄ μισό του ποιήματος (στ.9-14) η ποιήτρια δηλώνει εμμέσως πως επιθυμεί να σταθεί στο ύψος του Πετράρχη[3] και να γίνει ένα πτηνό της ποιήσεως, που ταξιδεύοντας θα τιμά την Eleonora, η οποία θα έχει γίνει για εκείνην ο ήλιος[4], ο δικός της Απόλλων που φωτίζει τα σκοτεινά χαρτιά των στίχων της[5]. Έτσι, μέσα στο ποίημα συντελείται μια μεταμόρφωση των δύο βασικών πρόσωπων: η βασιλική γυναίκα γίνεται Απόλλων–Ήλιος και η ποιήτρια γίνεται Πετράρχης, μέσω μιας ένθεης έμπνευσης προερχόμενης από τις Μούσες και από τον νέο θεό του φωτός, που είναι πια μια γυναίκα.
[1] Ο Cosimo ανέλαβε την εξουσία το 1537, στην ηλικία των 17 ετών, μετά τη δολοφονία του Alessandro de' Medici. Ο Cosimo ήταν απόγονος του Giovanni il Popolano. Υπήρξε αναγκαίο να αναζητηθεί ένας διάδοχος πέρα από το βασικό κλαδί διαδοχής της οικογένειας των Μεδίκων, αφού ο μόνος αρσενικός απόγονος του Alessandro, τελευταίος απόγονος του βασικού κλαδιού διαδοχής, γεννήθηκε εκτός γάμου και ήταν μόλις τεσσάρων ετών, όταν πέθανε ο πατέρας του.
[2] Eisenbichler, 2004, σ. 1
[3] Στο ποίημα Chiare, fresche et dolci acque (126) του Canzoniere του Πετράρχη, που γράφτηκε μεταξύ 1340 και 1341 ο ποιητής εμπνέεται από τον ποταμό Σοργκ (Sorga).
[4] Η εικόνα του ήλιου, του φωτός, το οποίο ο ποιητής ακολουθεί, είναι πετραρχικής σύλληψης, αφού συχνά η Laura του Πετράρχη είναι η φωτεινή πηγή που τον καθοδηγεί και τον εμπνέει (για τη Laura ως ήλιο βλ. Rime Sparse 9, 119, 338).
[5] H Battiferra με αυτόν τον τρόπο γίνεται η νέα Δάφνη, προσωνύμιο το οποίο χρησιμοποιεί και σε άλλα ποιήματα (βλ. Ecloga Terza), για να δηλώσει τη σχέση της ποιητικής της τέχνης με τον Απόλλωνα, αλλά και για να υπονοήσει τη λατρεία του θεού προς εκείνη, όπως συνέβη με τη μυθική Δάφνη.