Ο Ζαν Ντεζέρ ξυπνάει στις οχτώ. Ετοιμάζει μόνος του τον καφέ του με γάλα, στην εστία γκαζιού. Στις εννιά ακριβώς φτάνει στο γραφείο του, στην οδό Βανώ. Γευματίζει αφηρημένος σε ένα μαγειρείο. Η ζωή του δεν έχει τίποτα το αξιοπερίεργο, φαινομενικά τουλάχιστον. Η φαντασία του παίρνει μπρος εκτός ωρών γραφείου και κυρίως την Κυριακή. Για τον Ζαν Ντεζέρ, η Κυριακή είναι όλη του η ζωή. Εκτιμάει βαθιά αυτή τη μέρα που τόσοι λίγοι άνθρωποι κατανοούν πραγματικά. Τα μάτια του δεν εγκαταλείπουν τη γη, το βλέμμα του δεν υψώνεται πάνω από αυτόν τον κόσμο, όπου, αν κάποιοι είναι ηθοποιοί κι άλλοι θεατές, εκείνος δεν είναι παρά ένας κομπάρσος.
Αναδρομική λογοτεχνική έκπληξη. Αυτό θα έλεγα πως αισθάνθηκα διαβάζοντας το σύντομο αυτό μυθιστόρημα, γραμμένο στις αρχές του προηγούμενου αιώνα από τον άγνωστό μου Ζαν ντε λα Βιλ ντε Μιρμόντ, που μαθαίνουμε πως γεννήθηκε στο Μπορντώ το 1886 και εγκατέλειψε τον βίο τούτο μόλις στα 28 του χρόνια, στις αρχές του Μεγάλου Πολέμου. Λέω έκπληξη γιατί πρόκειται για μια περίτεχνη, πρωτότυπη, σκωπτική νουβέλα με κεντρικά θέματα τη μοναξιά, την πλήξη, τη ματαιότητα και εναλλαξιμότητα των πραγμάτων. >>>