Είναι υπέροχα, το σθένος και το μυστήριο της αρχαίας ζωής που εκφράζουν αυτές οι ξεθωριασμένες φιγούρες. Οι Ετρούσκοι υπάρχουν ακόμη εκεί, πάνω στον τοίχο.
«Η απεικόνιση διαθέτει ζωντάνια και φυσικότητα, εντούτοις εκπέμπει την ολκή της πληρότητας ενός αρχαϊκού νοήματος. Το δείπνο είναι νεκρικό και την ίδια στιγμή ο νεκρός δειπνεί στον κάτω κόσμο, γιατί ο κάτω κόσμος ήταν για τους Ετρούσκους ένας τόπος χαρωπός. Ενώ οι ζωντανοί γλεντούσαν εν ζωή, ο νεκρός γλεντούσε παρομοίως, με μια γυναίκα να του προσφέρει γιρλάντες και σκλάβους να του σερβίρουν κρασί, βαθιά μέσα στον κάτω κόσμο. Επειδή η ζωή πάνω στη γη ήταν τόσο όμορφη, η ζωή στον κόσμο των νεκρών δεν μπορούσε παρά να ήταν μια συνέχειά της».
Ο Ντ. Χ. Λόρενς περιηγείται έκθαμβος την αρχαία ιταλική πόλη της Ταρκυνίας (τη σημερινή Ταρκουίνια) και τα περίφημα ταφικά μνημεία με τις έγχρωμες τοιχογραφίες τους, ανασυστήνοντας σαγηνευτικά με την πένα του έναν πολιτισμό που άκμασε πριν από 2500 χρόνια.
Από τους σημαντικότερους αγγλόφωνους συγγραφείς των αρχών του 20ού αιώνα, ο Ντέιβιντ Χέρμπερτ Λόρενς (1885-1930), εν πολλοίς υπεύθυνος για την αλλαγή στον τρόπο που η λογοτεχνία αντιμετώπιζε ως τότε τις ερωτικές σχέσεις, ξεκίνησε τα ταξίδια και τις περιπλανήσεις του πριν ακόμα τα πρώτα του βιβλία χαρακτηριστούν άσεμνα και απαγορευτούν στη γενέτειρά του Αγγλία. Βρέθηκε να ζει και να γράφει στη Γερμανία, την Ιταλία, την Αυστραλία, το Μεξικό, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Γαλλία, όπου το 1928 πρωτοκυκλοφόρησε σε λίγα αντίτυπα ο Εραστής της λαίδης Τσάτερλι. Το 1960 και μετά από πολύκροτη δίκη, οι εκδότες της μη λογοκριμένης εκδοχής του βιβλίου στην Αγγλία απαλλάχτηκαν τελικά από την κατηγορία της «διασποράς πορνογραφικού υλικού»