Ο παρών τόμος μπορεί να θεωρηθεί μια προσπάθεια χαρτογράφησης των σχέσεων της διοίκησης με το θεσμικό περιβάλλον της. Ανταποκρίνεται σε ένα διπλό ερευνητικό εγχείρημα: Πρώτον, επιζητεί να καταγράψει ποιες αλληλεπιδράσεις αναπτύσσει η ελληνική διοίκηση με το θεσμικό της περιβάλλον. Δεύτερον, επιχειρεί να σκιαγραφήσει σημαντικές όψεις του σύγχρονου ρόλου της, μέσα από την αντιπαραβολή –συμβατικά χαρακτηριζόμενων ως– «εξωτερικών» οπτικών. Κατ’αυτόν τον τρόπο επιχειρείται μια πρώτη απάντηση στο ερώτημα κατά πόσον οι θεμιτές προσδοκίες του θεσμικού περιβάλλοντος βρίσκουν ανταπόκριση και ποιοι –εμφανείς ή αφανείς– παράγοντες επηρεάζουν – την ανταπόκριση αυτή.
Οι επιμέρους συμβολές στον τόμο οργανώνονται σε τρία μέρη: Το πρώτο αφορά τη σχέση της διοίκησης με τo ευρύτερο θεσμικό της περιβάλλον, στο οποίο μπορούν να ενταχθούν η νομοθετική και η δικαστική εξουσία, αλλά και το ευρωπαϊκό ενωσιακό πλαίσιο. Το δεύτερο εστιάζει στο εγγύτερο θεσμικό της περιβάλλον, στο οποίο περιλαμβάνονται η αυτοδιοίκηση, οι ανεξάρτητες αρχές και τα ελεγκτικά σώματα, δηλαδή θεσμοί που από την αποστολή τους λειτουργούν σε ορισμένη απόσταση από τη διοίκηση, νοούμενη είτε συνολικά είτε ως κεντρική διοίκηση. Και το τρίτο διερευνά τον ρόλο της διοίκησης στη διαμόρφωση δημόσιας πολιτικής, σε αλληλεπίδραση με την πολιτική και τις προσδοκίες του κοινωνικο-οικονομικού της περιβάλλοντος.