Αλήθεια, πώς γεννιέται ένας τόπος; Πώς αναδύεται από τον αδιάφορο γεωγραφικό χώρο; Πώς ένα ακρογιάλι (της Τρωάδας), ένα ποτάμι (του Ηράκλειτου), ένας βράχος (η Ακρόπολη των Αθηνών) γίνονται το κέντρο, το σημείο αναφοράς για έναν γεωγραφικό και πολιτισμικό, κατ’ επέκταση, χώρο;
Οι τόποι αναβλύζουν σαν τα υπόγεια ύδατα, όταν αυτά βρουν κάποιο ρήγμα στην επιφάνεια της γης. Για να συμβεί αυτό στην ποίηση και τον στοχασμό, χρειάζεται ο συντονισμός ανάμεσα στον ποιητή – αφηγητή και τον φυσικό χώρο που τον περιβάλλει. Ο ποιητής – αφηγητής λειτουργεί ως ραβδοσκόπος. Η ποίηση – αφήγηση είναι το ραβδί του. Το ραβδί είναι προέκταση του χεριού του. Το χέρι είναι προέκταση της ευαισθησίας του. Η ευαισθησία του ριζώνει στο όνειρο και τη δημιουργική του φαντασία. Στο όνειρο συντελείται και η συνάντησή του με το μυστήριο του κόσμου. Ο ποιητής – αφηγητής είναι ο ονειρευτής του λαού του. Εκεί, λοιπόν, μέσα στο όνειρό του, ένα ακρογιάλι, ένα ποτάμι, ένας βράχος γίνονται τόποι περισυλλογής νοήματος, τόποι στοχασμού της ανθρώπινης κατάστασης. Τότε ο γεωγραφικός χώρος αποκτά τα σημεία αναφοράς του, τους τόπους του, και εξανθρωπίζεται. Κι έτσι εξανθρωπισμένος εισέρχεται στην Ιστορία και στον χρόνο. Ο γεωγραφικός χώρος ως τόπος με νόημα χρονούται (zeitigt sich), θα έλεγε ο Χάιντεγκερ. Γίνεται ανθρώπινος, θα έλεγαν οι ποιητές και οι αφηγητές ιστοριών.
Τρεις δοκιμές πραγμάτευσης ομιλούντων τόπων περιλαμβάνονται σ΄ αυτό το βιβλίο. Και οι τρεις αυτοί τόποι ομιλούν για τον άνθρωπο σε οριακές στιγμές αυτοσυνειδησίας του, έτσι όπως τις κατέγραψε ο λόγος, πεζός και ποιητικός. Και οι τρεις προσφέρουν μια τοπογραφική αποτύπωση της ανθρώπινης κατάστασης και προσφέρονται για στοχασμό. Το ακρογιάλι, η Αγορά και η Εκκλησία του Δήμου της Αθήνας, και, τέλος, η ακροποταμιά, είναι οι τρεις παραδειγματικοί τόποι στοχασμού της ανθρώπινης κατάστασης που καταγράφονται εδώ…”, Πρόλογος σσ. 8-9.