«Αχ, βρε Άννα… ο κόσμος άλλαξε πια. Κάνει θόρυβο. Τώρα η γέφυρα έχει έναν νερόμυλο στη βόρεια και έναν στη νότια πλευρά. Πάω εκεί τα βράδια, κάθομαι δίπλα στα ρυάκια κι ακούω το νερό να κελαρύζει… Και το νερό Άννα… Το νερό είναι διάφανο και καθαρό. Μυρίζει σαν μωρό όταν γεννιέται. Έχει αψίδες η γέφυρα. Και τειχισμένα κτήρια επάνω της. Είναι δεμένη γερά με βαριά λιθάρια και πέτρες. Καμιά φωτιά δεν μπορεί να την κάνει στάχτη. Κανένας σίφουνας να την καταστρέψει ξανά. Δεν χρειάζεται να την κάψουμε για να βρούμε στέγη. Έχουμε μια γέφυρα γερή κι είναι αμαρτία να κάνουμε κάτι τέτοιο. Αυτή από μόνη της μας φροντίζει. Είναι η δική μας γέφυρα. Η γέφυρά μας. Μπορείς κι εσύ να έρθεις μια μέρα στη γέφυρα. Κανένας δεν θα σε διώξει».
Αγγέλματα ηχούν από το εωθινό τραγούδι των Κολοσσών του Μέμνονα στο Νείλο, το βουητό των κοχυλιών της Άκαμπα, το αηδονοκόρακο της Μπουχάρα, το Κέρας του Διαβόλου της Αμπράς, την «πόλη των Φοινικόδεντρων», την Μπαμ-ιλανί τη φαυλίστρια πόλη της χλιδής και της ακολασίας. Λεγεώνες της Τιμής προβάλλουν από το ναό του Διός στη Ρώμη, τις δώδεκα υπερμεγέθεις καμπάνες της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Στρατεύματα και πομπές, ορδές από καβαλάρηδες τριποδίζουν από τον Άγιο Αυγουστίνο, από το καμπαναριό του Χοντρού Πέτρου της Κολωνίας, την οργισμένη καμπάνα του Βελιγραδίου, που όταν έπιασε πυρκαγιά το κωδωνοστάσιο έσπασε και δεν ήχησε ποτέ ξανά. Από όλες τις καμπάνες της Ασίας, της Ευρώπης, της Αφρικής, της Αμερικής, από κάθε εποχή, από κάθε τόπο, από κάθε πολιτισμό ξεπηδούν σαν σε καλειδοσκόπιο πανάρχαιες εικόνες, ήχοι ρυθμικοί, παλιές ζωικές δυνάμεις.
Είναι το γνωστό στα παραμύθια κάλεσμα του χρόνου.