Το ουσιαστικό όνομα "διάκρισις" είναι λεκτικό στοιχείο γνωστό ήδη από την Παλαιά Διαθήκη, αλλά και τον Όμηρο όπου και έχει τη βασική έννοια της διαφοροποιήσεως. Και το ρήμα διακρίνειν, επίσης, συναντάται κατ` επανάληψη στην Π.Δ. και πολλαχού με την ίδια έννοια, αλλά και τις παράλληλες της κρίσεως, της αξιολογήσεως, της δια διεισδύσεως αποκάλυψης δυσδιάκριτων διαφορών, κ.λπ. Στην ελληνική, πέρα της εννοίας της διαφοροποιήσεως δύο προσώπων, αντικειμένων ή καταστάσεων κ.λπ., έχει χρησιμοποιηθεί και με τις έννοιες: αμφιβαλλόμενον, άπιστον, χωριστόν.
Το ίδιο αυτό λεκτικό στοιχείο στον χριστιανικό, και ιδίως στον Πατερικό και Μοναστικό λόγο, κατέστη ιδιώνυμος όρος, με πρωτοτύπως σημαίνουσα ερμηνεία. Κατέκτησε ρόλο χαρακτηρισμού κατ` ουσίαν ψυχικών ικανοτήτων· δυνατοτήτων κατανόησης προσώπων, πραγμάτων ή καταστάσεων. Απέβη, συνεπώς, ένας κεφαλαιώδης όρος με διαστάσεις θεολογικές και ψυχολογικές.