Αφιερωμένος στον μέγιστο των θεών, Ο Ύμνος στον Δία του Καλλίμαχου χρονολογείται πριν το 280 π.Χ., ανήκει δηλαδή στα πρώιμα έργα του ποιητή που υπηρέτησε όσο κανείς το ρηξικέλευθο πνεύμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας της εποχής του. Πιστός στο αλεξανδρινό ιδεώδες της λογιότητας, ο Καλλίμαχος διατηρεί σε όλο το έργο του μια παιγνιώδη σχέση με την παράδοση, την οποία ακολουθεί στο μέτρο που επιζητεί να αποκλίνει από αυτήν. Έτσι, αν και το συγκεκριμένο ποίημα παρουσιάζει την τριμερή δομή των Ομηρικών Ύμνων, εντούτοις η αντίθεση ανάμεσα στο θρησκευτικό και στο λογοτεχνικό στοιχείο παραμένει εμφανής, ενώ είναι σαφής η προσφυγή στις πιο σπάνιες εκδοχές του μύθου για τον Δία. Αντί, για παράδειγμα, να υιοθετήσει την παραδεδομένη ερμηνεία του Ησίοδου, ο Καλλίμαχος μεταφέρει τον τόπο γέννησης του Δία από την Κρήτη στην Αρκαδία, μια εκδοχή που ήταν μέχρι τότε αμάρτυρη. Από την άλλη, με ποιητική δεξιοτεχνία, ενδιαφέρουσες γεωγραφικές αναφορές και αιτιολογικούς μύθους επανασυνδέεται με την κρατούσα παράδοση, περιγράφοντας στην συνέχεια την ανατροφή του θεού κρυφά στην Κρήτη. Αξιοσημείωτη είναι, επίσης, και η ανοικτή αντίθεση του ποιητή στην ομηρική εκδοχή του μύθου για το μοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στον Δία, τον Ποσειδώνα και τον Άδη με κλήρο. Αποδεχόμενος εδώ την ησιόδεια θέση ότι ο Δίας πήρε την πρωτοκαθεδρία στον Όλυμπο, χάρη στην υπέρτερη ισχύ του, ο ποιητής υπερασπίζεται την ανάληψη της εξουσίας από τον Πτολεμαίο Φιλάδελφο. Έτσι, πέραν της αναμφισβήτητης λογοτεχνικής του αξίας, ο συγκεκριμένος Ύμνος παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για την ιστορία των πολιτικών ιδεών, δεδομένου ότι, μέσω της αναδιαμόρφωσης των παραδεδομένων αντιλήψεων για τον Δία, ο Καλλίμαχος εδώ εκφράζει την θεώρηση περί της ηγεμονίας κατά την ελληνιστική εποχή, και μαζί την οριστική απώλεια των προταγμάτων της ισόνομης πόλεως. Βαθύς γνώστης της προγενέστερής του ελληνικής γραμματείας, ο εραστής αυτός των απάτητων ποιητικών οδών την διατηρεί οιονεί παρούσα και σε τούτο το ποίημά του, με κύριο όμως στόχο να καταστήσει τον αναγνώστη του θεατή της γοητευτικής μεταμόρφωσης του παλαιού σε κάτι απρόσμενα νέο.