Aφετηρία των τραγουδιών της πλούσιας λαϊκής μουσικής παράδοσης της Κέρκυρας, είναι ο ποιητικός λόγος των ακριτικών τραγουδιών και αργότερα των βυζαντινών παραλογών των τραγουδιών που διαδίδονται σ’ όλες τις περιοχές του ελληνικού κόσμου. Στην Κέρκυρα, τα τραγούδια αυτά εμφανίζουν διαφορές σε σχέση με τα αντίστοιχα άλλων περιοχών. Υφίστανται συντμήσεις, δέχονται προσθήκες και ιδιωματικές γλωσσικές προσαρμογές και προσλαμβάνουν το μουσικό ύφος και τον χορευτικό ρυθμό του τόπου. Αποκτούν, έτσι, ιδιαίτερη τοπική ταυτότητα. Παίρνουν συχνά τη μορφή τραγουδιστών χορών, που μεταδίδονται προφορικά από γενιά σε γενιά. Αποτελούν τη βάση για πολλά νέα είδη τραγουδιών, που φτάνουν ώς τις μέρες μας συνοδεύοντας τα λαϊκά δρώμενα και τις παραδόσεις του νησιού, στους κύκλους του χρόνου και της ζωής των απλών ανθρώπων, των μικρών κοινωνιών της υπαίθρου.
Όταν η επικοινωνία τους με την πολυπολιτισμική πόλη μεγαλώνει, ενώ ο στίχος διατηρεί τα γλωσσικά και δομικά του χαρακτηριστικά, η μελωδική απόδοση πολλών τραγουδιών της λαϊκής παράδοσης διαφοροποιείται. Δέχεται, όπως είναι φυσικό, τη διαμορφωμένη μέσα από την ιστορική πορεία του τόπου δυτική επίδραση. Στο πλαίσιο αυτής, αλλάζουν σταδιακά, από τα τέλη του 19ου αι., και τα μουσικά όργανα που συνοδεύουν τα τραγούδια. Τα αρχέγονα ταμπουρλονιάκαρα (τύμπανο και οξύαυλος) αντικαθίστανται: η μεν νιάκαρα από το βιολί, το δε ταμπούρλο από την κιθάρα. Αργότερα σ’ αυτά προστίθεται και το ακορντεόν. Η μουσική, ωστόσο, εξακολουθεί να υπηρετεί και να αναδεικνύει τον ποιητικό λόγο, χωρίς να τον υπερβαίνει. Τα τραγούδια αποδίδονται κατά κανόνα ἐνχορῷ και σπάνια η ερμηνεία τους αποτελεί υπόθεση ενός μόνο προσώπου.