Βαθιά νερά
Αναρχικούς ψαλμούς ανέμισα
στα βάραθρα της μοίρας,
των φυλλοβόλων χρόνων το έρμα
και τα μάταια πετώντας όνειρα.
Είμαι γκρεμός κι είμαι γεφύρι πέτρινο.
Βρύχια νερά διαπλέουν το σώμα μου.
Ρέω στο θάμπος που χαράζει, της αυγής.
Στο σύγκρυο κάθε νύχτας που έρχεται,
γυμνές αιτίες κυλώντας,
ως το δέλτα των γρίφων.
Των αλγεινών στιγμών εξόφλησα τις οφειλές.
Φορώ το μαγικό των στίχων έλυτρο
και πια σωπαίνοντας
ακούω της γης μονάχα, τους αρχαίους ήχους.
Ίσκιος ονείρου*
Φρουμάζει το σκοτάδι,
ώρα τρεις.
Στου ρολογιού τους δείχτες
κρεμασμένες οι σκιές
σε όνειρο βαθύ χορεύουν.
Κυκλοβολούν στο σπήλαιο,
το πλάνο φέγγος τού «εγώ» θωρώντας
στων λόγων τα χαλάσματα.
Το φως μακριά,
σ’ αλλότρια χέρια κατοικεί.
Σε ηφαίστεια σώματα
και σε ψυχές που ανθίζουν.
Βρυχάται του ανθρώπου η νύχτα.
Κι ανάμεσα,
λύκοι που διώχνουν τη ζωή
κι αηδόνια που μιλούν τη λύπη.
*ΠΙΝΔΑΡΟΣ, Πυθιονίκαις, επωδ.ε,8. 95