«Λέτε πως δεν συνέβαλε ο Άγιος Ρωμανός με τους εκατοντάδες υπέροχους ύμνους του στη διαχρονική πορεία και στην εξέλιξη της λαϊκής μας παράδοσης; Γύρισα, λοιπόν, στην παράδοσή μας κι άφησα τον ρυθμό της- αυτόν που υπάρχει μέσα σε όλους μας- ελεύθερο να με οδηγήσει. Η αρχαία κι η βυζαντινή μας ποίηση εκφράζονται στη διαχρονική τους εξέλιξη στα τραγούδια του λαού, στα λεγόμενα δημοτικά- γιατί όχι και στα ρεμπέτικα. Αυτή η έκβαση, αυτή η κατάληξη ένιωσα πως θα έπρεπε να γίνει η δική μου αρχή κι οδηγός. Έπιασα το νήμα απ’ εκεί κι αυτό στο οποίο κατέληξα νομίζω πως είναι ένας δεκαπεντασύλλαβος με σπασίματα και ύφος που παραπέμπει στη δημοτική, τη λαϊκή μας παράδοση. Λέω νομίζω, γιατί δεν είμαι φιλόλογος και τα τεχνικά δεν τα γνωρίζω. Πάντως, μου φάνηκε πως μ’ αυτήν την προσέγγιση ο λόγος του Αγίου Ρωμανού ερχόταν και ζωντάνευε!» …
… «Αυτός ήταν ο δρόμος λοιπόν· αλλά οι παράμετροι που έπρεπε να ικανοποιηθούν ταυτόχρονα ήταν πολλές. Έπρεπε:
α) να υπάρχει ο ποιητικός ρυθμός
β) να διασωθεί ακέραιο το νόημα, το πνεύμα και το συναισθηματικό φορτίο των στίχων
γ) να διασωθεί ακέραια (Θεός φυλάξοι, χωρίς ολισθήματα!) η λεπτή, η πλούσια, η πατερική, η ορθοδοξότατη, η θεόπνευστη θεολογική παιδαγωγία και διδασκαλία του Αγίου Ρωμανού
δ) να αποδοθεί με κάποιον τρόπο η νοστιμάδα των λογοτεχνικών σχημάτων- οι αντιθέσεις, τα χαρακτηριστικά «Ρωμανικά» λογοπαίγνια, οι εσωτερικές ομοιοκαταληξίες- και η ζωντάνια των διαλόγων
ε) να διατηρηθεί η ροή του νοήματος και η διασύνδεση του προτελευταίου στίχου με τον τελευταίο που είναι ο ίδιος σε όλους τους οίκους και λέγεται εφύμνιο.
Οι δυσκολία ήταν μεγάλη. Αναγκάστηκα να πάρω αρκετές ελευθερίες και να ζητήσω πολλές φορές άδεια από την κυρα-ποίηση- ευτυχώς που είναι εύκολη και μεγαλόχαρη σ’ αυτό το ζήτημα.».
(Εισαγωγικό σημείωμα του συγγραφέα)