Ο Τάσος μεγαλώνει σε μια λαϊκή γειτονιά μιας επαρχιακής πόλης στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τις αρχές του ’80, μια περίοδο μεταβατική για την ελληνική κοινωνία. Μέσα από την αυτοδιήγηση του ήρωα ζωντανεύει το κλίμα της εποχής, όπως, τουλάχιστον, μπορεί να το αντιληφθεί ο ίδιος, αλλά και το πλέγμα των οικογενειακών σχέσεων – άλλοτε υποστηρικτικό, σαν δίχτυ ασφαλείας, κι άλλοτε πνιγηρό κι αναπόδραστο, σαν τον ιστό αράχνης. Παράλληλα με τη βασική πλοκή, που ξετυλίγεται σε σύντομες αυτοτελείς αφηγήσεις, ο αναγνώστης, μέσα από τη διήγηση της γιαγιάς του ήρωα, συνθέτει κομμάτι κομμάτι μια ιστορία που βαραίνει το παρελθόν της οικογένειας, συνεχίζει όμως να σκιάζει το παρόν των μελών της.
Απ’ το χέρι, ο μπαμπάς κι η μαμά προχωράνε μπροστά. Η μαμά κρατάει τον μπαμπά απ’ το μπράτσο και γέρνει το κεφάλι της στον ώμο του. Πόσο χαίρομαι να τους βλέπω έτσι. Σε λίγο θα μπούμε στο σπίτι μας, η γιαγιά θα με περιμένει να μου πει τι έγινε στο «Λούνα Παρκ», μετά θα πλύνω τα δόντια, θα κάνω την προσευχή μου μαζί με τη γιαγιά και θα πέσω για ύπνο. Ακόμη σιγοτραγουδάω το «Αν γινότανε».
Τι καλά να κρατούσε για πάντα αυτό το βράδυ. Αχ, και να γινότανε.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Παρακαλώ, συμπληρώστε το email σας και πατήστε αποστολή.