Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι η παραγραφή των εγκλημάτων λειτουργεί ως πολυδιάστατο νομικό μέγεθος, εγγενώς ανυπότακτο στα συνήθη όρια ενός λόγου εξάλειψης του αξιοποίνου και ταυτόχρονα ενός ανυπέρβλητου διωκτικού κωλύματος. Πέρα από το κατά προορισμόν ρυθμιστικό της πλαίσιο, η παραγραφή αναπτύσσει συνδέσμους αμφίδρομης επιρροής με πλείστες διατάξεις του ουσιαστικού και του δικονομικού ποινικού δικαίου και υποκρύπτεται συχνότατα στη σκέψη του νομοθέτη, του ερμηνευτή και του εφαρμοστή τούτων.
Λαμβανομένων υπόψιν των ιδιαζόντων εμβληματικών γνωρισμάτων της παραγραφής, το παρόν εγχείρημα φιλοδοξεί να αναδείξει και να φωτίσει ορισμένες όψεις της μέσα από επιλεγμένα νομικά ζητήματα. Το έργο διαρθρώνεται σε δύο μέρη, εκ των οποίων στο πρώτο, μετά τις αφετηριακές εννοιολογικές προσεγγίσεις, διατυπώνονται σκέψεις περί τη δικαιοπολιτική σκοπιμότητα και τη νομική φύση του θεσμού, ενώ στο δεύτερο επιχειρείται η σκιαγράφηση της λειτουργίας του. Εν προκειμένω, για το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο έχει προκριθεί η προσπέλαση των κρίσιμων πτυχών της παραγραφής μέσα από κατάλληλα για την επεξεργασία τους παραδείγματα· έτσι, τα θέματα διαχρονικού δικαίου εξετάζονται μέσα από το κανονιστικό πλαίσιο προστασίας της δημόσιας περιουσίας, οι προσδιοριστικές παράμετροι των προθεσμιών παραγραφής, ήτοι η έναρξη και η διάρκεια, μέσα από την προβληματική της συμμετοχικής ποινικής ευθύνης. Από την άλλη πλευρά, στο δικονομικό δίκαιο κρίθηκε σκόπιμη η ενατένιση της αντιμετώπισης της παραγραφής σε κομβικές επιμέρους διαδικαστικές φάσεις, όπως η παραγγελία κύριας ανάκρισης, η ερήμην εφετειακή δίκη και η εκδίκαση της αναίρεσης.
Στο πιο πάνω πλαίσιο, το παρόν έργο επιδιώκει να καταγράψει τα σχετικά πεδία προβληματισμού και να προτείνει εφαρμόσιμες λύσεις, επιχειρώντας να εμπλουτίσει τον οικείο επιστημονικό διάλογο. Το κείμενο είναι πλήρως ενημερωμένο μέχρι και τον ν. 4871/2021 και εμπλουτισμένο με εκτενείς παραπομπές και πλήθος δικαστικών αποφάσεων.