Καλοκαίρι του 1940, κάπου στην Αρκαδία… Ένα ολόκληρο χωριό, το Θερμό, ξεσηκώνεται και λιντσάρει τον προστάτη «άγιό» του – τον φημισμένο ασκητή Ιωάννη τον Ορφανό, ξακουστό σε ολόκληρη τη χώρα για τη θαυματουργή του δράση. Μέσα σε μια νύχτα, καθώς ψυχορραγεί, ο Ορφανός προλαβαίνει να εξομολογηθεί σ’ ένα δεκαοχτάχρονο αγόρι, τον μοναδικό «ουδέτερο» κάτοικο του Θερμού – τον άνθρωπο που την επομένη σύσσωμο το χωριό θα κατηγορήσει για τον φόνο του «αγίου».
Εξήντα τόσα χρόνια αργότερα, κι ενώ οι εκκλησιαστικές αρχές συλλέγουν στοιχεία προκειμένου να προχωρήσουν στην αγιοποίηση του Ορφανού, ο «φονιάς» αποφασίζει να σπάσει τη σιωπή του.
ΕΓΡΑΨΕ Ο ΤΥΠΟΣ
Με τα δύο προηγούμενα μυθιστορήματά του (...) ο Παναγιωτόπουλος είχε δείξει ότι διαθέτει γερή φαντασία και καλό χιούμορ. Τα γνωρίσματα αυτά είναι παρόντα και στην Αγιογραφία, το χιούμορ ιδίως, το οποίο αποτελεί και τη σκοπιά του συγγραφέα....
Παντελής Μπουκάλας, Η Καθημερινή
Ο Ν. Παναγιωτόπουλος, εκτός από δεξιοτεχνική γραφή, διαθέτει κάτι σπάνιο, αλλά επιτακτικά ζητούμενο: ώριμο και διαυγή στοχασμό. Με άλλα λόγια, η γραφή του δε γίνεται αυτοσκοπός, αλλά έκφραση καίριων και οπωσδήποτε ζωντανών και πρωτότυπων σκέψεων.
Λίνα Πανταλέων, Διαβάζω
«…η αντίθεση που δημιουργείται αδιάκοπα ανάμεσα στη φυσική, γεμισμένη με ντοπιολαλιές έκφραση του αφηγητή και στην αδυναμία του να απομακρύνει από το λεξιλόγιό του ό,τι στα νιάτα του ταυτίστηκε γλωσσικά με μια σκληρή και εκδικητική εξουσία δίνει στις αλλεπάλληλες δραματικές καταστάσεις της Αγιογραφίας μια διάσταση μαύρης κωμωδίας, που μεταμορφώνεται βαθμιαία και σε θεμελιώδη μηχανισμό του έργου με εκρηκτικές συνέπειες.»
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Βιβλιοθήκη», Ελευθεροτυπία
Παρακαλώ, συμπληρώστε το email σας και πατήστε αποστολή.