Φυλλομετρώντας τις σελίδες του "Κάβο Μάρκο" αφουγκράζεσαι το φτερούγισμα της μνήμης του συγγραφέα. Γειτονιές, που καταδικάστηκαν σε θάνατο απ` τα έκτακτα εργολαβοδικεία, ξεδιπλώνονται. Χαρακτήρες και νοοτροπίες, που εξαφάνισε η αμείλικτη εποχή της χειραγωγούμενης εικόνας, αποτυπώνονται ανάγλυφα. Με αυτοσαρκασμό και χιούμορ ιδιότυπο περιγράφονται ερωτικές συνευρέσεις, που η ζωή ακύρωσε πριν καν ξεκινήσουν. Ενοχές και προκαταλήψεις, πάντα τείχη στήνανε, της νιότης το διάβα ν` ανακόψουνε.
Με πίκρα περίσσια αποτυπώνονται των ειδώλων η πτώση, των φανταχτερών ονομάτων η διαπόμπευση. Η διαγραφή τους απ` της Ιστορίας το ληξιαρχείο. Κι ύστερα ήρθαν τα ταξίδια. Οκτώ χρόνια διήρκεσε το μεγαλύτερο. Ήταν τότε που αγκυροβόλησε στ` όμορφο λιμάνι της Στοκχόλμης. Ο χρωστήρας του ζωγράφισε με ευαισθησία ανθρώπους που γνώρισε, που γεύτηκε μαζί τους κρασί, αγάπη, και συντροφικότητα.
Και τέλος η θάλασσα, η μεγάλη του αγάπη. Λιμάνια, δρομάκια σκιερά, σκάλες ανηφορικές, ημίφως παραμορφωτικό, οινοπνεύματος αναθυμιάσεις, της σάρκας η οσμή, του ξεριζωμένου το Αχ, η μοναξιά, η ανωνυμία, των αφεντικών το απύλωτο το στόμα, του κέρδους η λύσσα και τέλος το απέραντο γαλάζιο στο βάθος του ορίζοντα, όταν στης θάλασσας την αγκαλιά βουλιάζει.
Σαΐτα η μνήμη σχίζει τα περασμένα
σημαδεύει τα μελλούμενα της σκέψης τα κατάβαθα τρυπάει κι από εκεί μέσα καθάριο νερό αναβλύζει