ὁ ἴδιος: «ἐνόσω ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω πάντοτε, ἰδίως δὲ κατὰ τὰς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ᾿ ἔρωτος τὴν φύσιν καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἤθη». Σήμερα τό σπίτι του στή Σκιάθο ἔχει γίνει μουσεῖο, ὅπου διατηροῦνται ὅλα τά πράγματά του. Ἐκεῖ βρίσκονται τό μελανοδοχεῖο καί ἡ πένα τοῦ ἁγίου της ἑλληνικῆς λογοτεχνίας. Αὐτά ἦταν τά μέσα, μέ τά ὁποῖα ἐξωτερίκευσε τόν ἐσωτερικό του κόσμο. Χάρις σ’ αὐτά μποροῦμε σήμερα ν’ ἀπολαύσουμε αὐτή τήν ὑπέροχη μετάφραση. Μπορεῖ νά ἔχει ἐπέμβει αὐθαίρετα στό πρωτότυπο, δίνοντας τήν ὀρθόδοξη ὀπτική της χριστιανικῆς πίστης, ἀλλά εἶναι πραγματικά ἕνα ἀπολαυστικό βιβλίο γιά τή ζωή τοῦ Χριστοῦ. Καθώς τό διαβάζει ὁ ἀναγνώστης ξεχνᾶ τόν συγγραφέα τοῦ βιβλίου, τόν
Farrar. Ἡ ταυτότητα τοῦ Παπαδιαμάντη ἐπισκιάζει τόν συγγραφέα.