Ο Tom Stoppard γράφοντας την ελισαβετιανή ιλαροτραγωδία του Ο Ρόζενκραντζ και, ο Γκίλντενστερν είναι, νεκροί, επεδίωξε να αποδώσει τον Άμλετ μέσα από τα μάτια δύο δευτερευόντων χαρακτήρων του Σαίξπηρ, που δεν αναπτύσσονται πλήρως στο πρωτότυπο έργο, διερωτώμενος για το ποιος βασιλιάς ήταν στον θρόνο της Αγγλίας όταν έφτασαν εκεί οι δύο ήρωες, για να του παραδώσουν την επιστολή που τους είχε δώσει ο Κλαύδιος. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος πως εάν δεν υπήρχε ο Άμλετ, αυτό το έργο δε θα είχε γραφτεί· ωστόσο κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί διότι το σαιξπηρικό έργο δεν είναι η αιτία συγγραφής του έργου, αλλά μια απλή αφορμή του. Ο Stoppard, αποφεύγοντας εσκεμμένα να αποδώσει με πολλές περιγραφές τους ήρωές του, τους παρουσιάζει ως δύο συμπαθητικούς, αλλά εντελώς συγκεχυμένους χαρακτήρες, οι οποίοι αγωνίζονται αενάως να κατανοήσουν τους περίπλοκους χειρισμούς και τους σύνθετους ελιγμούς που λαμβάνουν χώρα γύρω τους, ενόσω τα θαλασσώνουν διαμέσου της πλοκής του Άμλετ που ξεδιπλώνεται ακατανόητη για αυτούς. Γράφοντας γύρω και ανάμεσα από τους σαιξπηρικούς στίχους, ο Stoppard αντιμετωπίζει το παράλογο κατά μέτωπο και ταυτόχρονα κάνει τα αρχικά βήματα, για να προχωρήσει πέρα από αυτό. Θα ήταν πιο ακριβές να πούμε ότι, ενώ ξεκινάει "πέρα από το παράλογο", έχοντας αφομοιώσει την τολμηρή, δραματική περιπετειώδη κίνηση του Θεάτρου του Παραλόγου και το μετατρέπει σε ένα δικό του, μοναδικό πλεονέκτημα, καταλήγει στο "Μετα-παράλογο" Θέατρο (post-absurd theatre) ή στο "Υπερ-παράλογο" Θέατρο (sur-aburd theatre).