Ο Φανούρης, καθώς κοίταζε το νεκρό σώµα του Γιάννη, ένιωθε µια απίστευτη ντροπή και συνάµα µια τροµερή θλίψη που αυτός ζούσε. Ήταν από εκείνες τις ντροπές που λερώνουν το µυαλό και την ψυχή, που µε τίποτα δεν µπορείς να τις καθαρίσεις, αλλά όµως µπορεί να σου µεταµορφώσουν τη ζωή προς το καλύτερο. Καθώς ανασκάλευε τη σκέψη του, αναδεύτηκαν όλα τα περασµένα, όλα αυτά που µαζί αντιµετώπισαν. Μια ανελέητη δίνη τον παρέσυρε στην αφετηρία της σχέσης τους, από τη µετάδοση του ιού του Έιτζ και την υπόλοιπη διαδροµή τους. Ο απίστευτος έρωτάς του µε τη Σίντυ -την άγνωστη τότε συντροφιά-, τα πλούσια χρόνια των Αθηνών, τα σχεδόν πέντε χρόνια για τη µετάσταση, η ζωή στο ίδρυµα. Σαν µια φωτογραφία, πλαισιωµένη από την οµίχλη του χρόνου, περνούσε µπροστά του το παρελθόν τους, η ζωή τους ολόκληρη.
Θα ήθελε να του προσφέρει όλα τα λουλούδια του κόσµου, να τον µυρώνουν στον προορισµό του. Ένιωθε φριχτά, άθλια, θεωρώντας ότι εξαιτίας του πέθανε. Με ειλικρίνεια, θα του έλεγε: «Φίλε µου, είναι σηµαντική η απώλειά σου, µα πιο σηµαντικό είναι το έργο που αφήνεις. ∆εν ωφελεί να στενοχωριόµαστε που σε χάσαµε, αλλά να είµαστε χαρούµενοι που υπήρξες ανάµεσά µας. Ποιος ξέρει, µπορεί αύριο κιόλας να σε ακολουθήσω. Λίγες στιγµές ολόκληρη η ζωή µας.
»Σε ένα κουπέ του τρένου ζήσαµε συνοδοιπόροι και συντροφικά. Συναντηθήκαµε για µια στιγµή, σε µια στάση στο τρένο της ζωής. Εσύ κατεβαίνεις πρώτα, εγώ µετά. Τίποτα δεν κρατάµε όταν κατεβαίνουµε από το τρένο της ζωής, δεν χρειαζόµαστε αποσκευές, τίποτα δεν είναι δικό µας· όλα στο τρένο τα αφήνουµε, για να ωφελήσουν τους επόµενους».