Τον Απρίλιο του 1942, ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι σχεδιάζουν την τεράστια επίθεση στο Ανατολικό Μέτωπο, που θα κορυφωθεί με την μεγαλύτερη μάχη στην ανθρώπινη ιστορία, την Μάχη του Στάλινγκραντ. Εκατοντάδες μίλια μακριά, ο Ρώσος χωρικός Πιοτρ Βαβίλοβ παίρνει το χαρτί της επιστράτευσης και περνά την τελευταία νύχτα με την γυναίκα και τα παιδιά του στην καλύβα του.
Στο Στάλινγκραντ ο Γκρόσμαν δεν αποτίνει φόρο τιμής στους Στρατηγούς, αλλά τους απλούς υπολοχαγούς, στις ορντινάντσες, στους επιστρατευμένους, στον αγγελιαφόρο. Η γραφή του είναι ως συνήθως πολυεπίπεδη. Η διάχυτη λιτότητα και ο κυρίαρχος ρεαλισμός δεν στερούν από το έργο τον βαθύ εσωτερισμό του: οι στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού «έχουν περάσει διά πυρός και σιδήρου». Κι έχουν κατορθώσει κάτι περισσότερο από μια στρατιωτική νίκη· στο έργο του Γκρόσμαν αναγεννιούνται.
Ελάχιστοι συγγραφείς έχουν γράψει για κοσμοϊστορικά γεγονότα όσο αυτά είναι ακόμη νωπά· συνήθως απαιτείται να μεσολαβήσει κάποιο χρονικό διάστημα. Ο Τολστόη, για παράδειγμα, έγραψε τον Πόλεμο και Ειρήνη σχεδόν μισό αιώνα μετά την εισβολή του Ναπολέοντα στη Ρωσία. Ο Γκρόσμαν αποτελεί εξαίρεση· άρχισε να δουλεύει το Στάλινγκραντ λίγους μόνο μήνες μετά τη λήξη της μάχης!
Το Στάλινγκραντ, το πρώτο μέρος του μυθιστορηματικού δίπτυχου, που ολοκληρώνεται με το Ζωή και Πεπρωμένο, είναι μια τεράστια τοιχογραφία όχι μόνο του πολέμου, αλλά της ζωής στο σύνολό της. Σκληρό και τρυφερό, λυρικό και επικό, εκφράζει την δύναμη του ανθρωπίνου πνεύματος.