Σε ό,τι αφορά προσωπικά τον Kέες Πόπινγκα, πρέπει κανείς να παραδεχτεί ότι στις οκτώ η ώρα το βράδυ υπήρχε ακόμη χρόνος, καθώς το πεπρωμένο του δεν είχε ακόμη καθοριστεί. Όμως χρόνος για τί; Μπορούσε να κάνει κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που επρόκειτο να κάνει, έχοντας εξάλλου την απόλυτη πεποίθηση ότι οι κινήσεις του δεν θα είχαν μεγαλύτερη σημασία απ’ ό,τι κατά τη διάρκεια των χιλιάδων, των μυριάδων ημερών που προηγήθηκαν; […] Θα σήκωνε τους ώμους του με αδιαφορία αν του έλεγαν ότι η ζωή του θα άλλαζε απότομα και ότι αυτή η φωτογραφία, που βρισκόταν πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού και τον έδειχνε όρθιο στο κέντρο της οικογένειάς του, με το χέρι του νωχελικά ακουμπισμένο στη ράχη μιας καρέκλας, θα δημοσιευόταν σε όλες τις εφημερίδες της Eυρώπης. […]
Ο Πόπινγκα στην αρχή υπερηφανεύεται που προκαλεί το κοινωνικό σύνολο και, μεγαλομανής μέσα στην παράνοιά του, υποφέρει που δεν είναι δημοφιλής σαν άλλους δολοφόνους, όπως ο Λαντρύ· κατόπιν παρουσιάζεται σιγά σιγά ως το θύμα μιας πλεκτάνης στην οποία συμμετέχει όλο το κοινωνικό σύνολο.
Το βιβλίο μεταφέρθηκε στην κινηματογραφική οθόνη το 1953 από τον Βρετανό Harold French με τίτλο The Man Who Watched Trains Go By (στις ΗΠΑ: The Paris Express) και τον Claude Rains στον πρωταγωνιστικό ρόλο.