Κι άκουγα ονόματα τόπων, ανθρώπων… κι άκουγα ιστορίες… Όλων των λογιών, ό,τι κερνούσε ο καθένας. Και τις φύλαγα τις ιστορίες, όπως η μάνα μου το προζύμι, και τις ανάπιανα και φούσκωναν τα πανιά μου…
«Πήραν τα μυαλά σου αέρα…» έλεγε χαϊδευτικά ο πατέρας μου σαν άκουγε τα όνειρά μου. Δίκιο είχε… Κι εκεί που ήταν έτοιμα να πάρουν και τα πανιά μου αέρα και να σαλπάρω, μας χτύπησε ο πόλεμος. Δε μας σκότωσε, είναι αλήθεια. Αλλά μας ρήμαξε…
.
Το «αγνοείται» είναι ρήμα, δηλαδή ρέει, είναι δρόμος. Κι έτσι αφήνει μια ελπίδα. Αγνοείται, ενεστώτας — τώρα, σημαίνει πως μπορεί να βρεθεί και να μην αγνοείται αύριο. Το «αγνοούμενος» είναι παθητική μετοχή. Το παθητική είναι η σημαντική λέξη. Το αγνοούμενος είναι τοίχος. Μπορείς να τον χτυπάς, δεν πονά. Μπορείς να χτυπάς το κεφάλι σου, μπορείς και να γράψεις. Κάθε τοίχος έχει τη δική του ιστορία και κάθε τοίχος μπορεί να γράψει ιστορία. Γράφτηκε στον κατάλογο ο Μιχάλης, έγινε τοίχος. «Α, ρε Μιχάλη μας!»
Κύπρος γράμματα έξι, ελπίδα γράμματα έξι. Και έξι ιστορίες για το πώς ζυμώνεται η ελπίδα σε μια γωνιά της γης… Σε μια γωνιά που η εισβολή και η κατοχή την ανέδειξαν ως ακρογωνιαίο λίθο της ελπίδας για έναν κόσμο δίκαιο και ειρηνικό, ειρηνικό και δίκαιο. Καίει τούτος ο λίθος.