Τα τελευταία χρόνια όλο και μεγαλύτερη είναι η επικέντρωση του ερευνητικού και του πολιτικού ενδιαφέροντος στο ζήτημα του χρέους και ειδικότερα στον υψηλό δανεισμό του κρατικού τομέα, στην δανειακή εξάρτηση και στα μεταβαλλόμενα πρότυπα χρηματοδότησης των νοικοκυριών καθώς και στις συνέπειες τους στη μακροοικονομική και στη χρηματοπιστωτική συνοχή της οικονομίας. Καθώς η Ευρωζώνη αναζητά ένα διατηρήσιμο και βιώσιμο βηματισμό σταθερότητας και μεγέθυνσης, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες της κρίσης του COVID-19, το παρόν βιβλίο επικεντρώνεται στη διερεύνηση των συνθηκών που θα μπορούσαν να καταστήσουν τις εθνικές οικονομίες και την Ευρωζώνη στο σύνολό της μακροοικονομικά και χρηματοπιστωτικά ασταθείς.
Στο επίκεντρο της ανάλυσης βρίσκεται η ανάπτυξη ενός θεωρητικού πλαισίου για την εμπειρική διερεύνηση της ευθραυστότητας των νοικοκυριών και των εθνικών κρατών σε δώδεκα χώρες-μέλη της Ευρωζώνης για τη χρονική περίοδο 1995-2019. Βάσει των εμπειρικών ευρημάτων, τα νοικοκυριά και ο κρατικός τομέας σε πολλές από τις υπό εξέταση χώρες είναι σε μια κατάσταση υψηλής ευθραυστότητας και η βιωσιμότητά τους εξαρτάται από αναχρηματοδότηση των δανεικών υποχρεώσεων τους. Η διαπίστωση αυτή καθιστά απολύτως αναγκαία για την επίτευξη της μακροοικονομικής και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας την άσκηση οικονομικών πολιτικών που να μπορούν να διασφαλίσουν διατηρήσιμους ρυθμούς αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος και του ΑΕΠ και να μειώσουν αποτελεσματικά την οικονομική ανισότητα.