Στο βιβλίο αυτό, ως κεντρικό ερώτημα τίθεται το αν και σε ποιον βαθμό οι «Επιστήμες Αγωγής» αποτελούν μια ουσιαστική επιστημονική εξέλιξη και πρόοδο ή μια μεταλλαγή της Παιδαγωγικής επιστήμης ή μια επέκταση της Παιδαγωγικής επιστήμης ή μια άλλη νέα επιστήμη. Στην αντιμετώπιση αυτών των ερωτημάτων επιχειρείται να τεθούν τα αναγκαία επιστημολογικά όρια και να γίνουν οι ανάλογες επιστημολογικές αποσαφηνίσεις.
Ειδικότερα, οι «Επιστήμες Αγωγής», ως όρος, εισήχθη στην ελληνική παιδαγωγική ορολογία, με στόχο να δοθεί ευρύτητα στην «Παιδαγωγική επιστήμη», έως και την αντικατάστασή της με μια άλλη επιστημονική πλαισίωση, που θα οδηγούσε σε μια «νέα» επιστήμη μελέτης των παιδαγωγικών φαινομένων. Σε αυτήν την ενέργεια ως κύριο επιχείρημα χρησιμοποιήθηκε η εξέλιξη τόσο των κοινωνικών όσο και των εκπαιδευτικών αναγκών, οι οποίες, κατά τους υποστηριχτές του όρου «Επιστήμες της Αγωγής», δεν μπορεί να καλύψει επαρκώς η Παιδαγωγική επιστήμη. Στην ουσία προτείνουν μια νέα επιστήμη, αυτήν που ονομάστηκε στον ελληνικό χώρο «Επιστήμη Επιστημών της Αγωγής». Ωστόσο, το ερώτημα είναι, αν η «νέα» αυτή προτεινόμενη επιστήμη έχει τα εχέγγυα της επιστημολογικής εγκυρότητας αλλά και, αν όντως η Παιδαγωγική επιστήμη δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις σύγχρονες επιστημονικές και κοινωνικές απαιτήσεις. Ή μήπως πρόκειται, τελικά, για έναν παιδαγωγικό μύθο. Το πρόβλημα γίνεται εντονότερο στον χώρο της ελληνικής έκφανσης της Παιδαγωγικής επιστήμης, στην οποία χρησιμοποιήθηκαν επιστημονικά δάνεια και όροι που ίσχυαν ή και ισχύουν ακόμη σε άλλες χώρες και άλλες γλώσσες, που, ωστόσο, το μεταφραστικό εγχείρημα, στην ελληνική γλώσσα, οδήγησε σε ερμηνευτικές δυστοκίες και συγχύσεις. Την προσέγγιση των απαντήσεων αυτών επιχειρεί το βιβλίο αυτό, με πρόθεση επανεκκίνησης της συζήτησης σχετικά με την επιστημολογική εγκυρότητα του όρου «Επιστήμες της Αγωγής», ώστε να διαπιστωθεί η επιστημολογική εγκυρότητα του όρου ή η επιστημολογική αναξιοπιστία του.