«Μια φορά ήταν η Μητέρα Φύση, μια νοικοκυρά πολυάσχολη, που δεν έβρισκε ποτέ καθόλου χρόνο. Ήταν από αυτές που δουλεύουν αδιάκοπα και πάλι τίποτα δεν προφταίνουν να κάνουν. Εκείνη τη μέρα –όπως και κάθε μέρα– είχε λουστράρει τα δέντρα, είχε σιδερώσει τα φύλλα, είχε σκουπίσει τα βουνά από τους κάμπους, είχε μπαλώσει κάτι χαράδρες, είχε μαντάρει κάτι σύννεφα, είχε σφουγγαρίσει κάτι ποτάμια, είχε ξεσκονίσει τις ερήμους, είχε συγυρίσει τις ζούγκλες και είχε κάνει κι ένα σωρό άλλες μικροδουλειές».
«Mια φορά ήταν μια σκύλα, ονόματι Σίλα, η οποία είχε αναπτύξει ιδιαιτέρως υψηλή ευφυΐα, παρόλο που συγκατοικούσε με μια οικογένεια ανθρώπων μετρίας αντιλήψεως.
Καθώς η οικογένεια αυτή είχε την τηλεόραση διαρκώς ανοιχτή, η Σίλα είχε μάθει να καταλαβαίνει ελληνικά (καθώς και αγγλικά σε επίπεδο λόουερ), παρακολουθούσε ανελλιπώς την πολιτική επικαιρότητα, τη μόδα και την υψηλή μαγειρική, και είχε μορφώσει μια κυνική κοσμοθεωρία για τη ζωή (όπως και κάθε άλλος τρέχων πολίτης), την οποία δεν έχανε ευκαιρία να εκφράζει. Όμως, λόγω ακατάσχετης σιελόρροιας, δεν μπορούσε να αρθρώσει ούτε καν απλές καθημερινές κουβέντες, π.χ. «Μαλάκα!», «Γαμώτο!» κτλ., οπότε για τα σχόλιά της κατά την επικοινωνία με τους οικείους και τους γνωστούς της περιοριζόταν στην εκφορά 572 αποχρώσεων του γαβ και του γουφ.
Η Σίλα είχε ιδιαίτερο δεσμό με το αφεντικό της, τον κ. Λάμπρο (έναν ευαίσθητο συμβασιούχο του Δημοσίου, ο οποίος προσπαθούσε να βρει χρόνο να γράψει ποιήματα αλλά, ευτυχώς, δεν έβρισκε, γιατί ο χρόνος είναι χρήμα, και το χρήμα δεν περισσεύει σε πολλούς συμβασιούχους του Δημοσίου). Ο δεσμός τους ήταν σαδομαζοχιστικός: η Σίλα τού έφερνε κάθε βράδυ ένα δερμάτινο λουρί και ο κ. Λάμπρος της το φορούσε στο λαιμό και την έβγαζε βόλτα είτε ήθελε είτε δεν ήθελε.»
"Ποια είναι η Σίλα;"
Η εξωφρενική ιστορία του κ. Μπένζαμιν Μπελμάγιερ και της Κιμ, τα απομνημονεύματα μιας μπάσταρδης σκύλας, η τρυφερή ερωτική αλληλογραφία ενός διάσημου αγνώστου, η φλογερή περιπέτεια του τυχερού Τζόναθαν Ντος, η ενδιαφέρουσα περίπτωση ενός μυστηριώδους διαχειριστή πολυκατοικίας, κτλ. κτλ.
Πρόκειται για 36 λίγο-πολύ παράξενες ιστορίες (όλες βαθιά φιλοσοφημένες και όλες με ηθικά διδάγματα), που απευθύνονται σε αναγνώστες με χιούμορ, αίσθηση του παραλόγου ή, έστω, με κάπως ιδιαίτερη αίσθηση της κοινής λογικής.