Ίσως, λοιπόν, να ήλθε ο καιρός σήμερα να σκάψουμε και να βρούμε κάτω από τα χώματα την αληθινή Εκκλησία. Μια ανασκαφή πού μαζί με την αποκάλυψη του λησμονημένου θα επιτρέψει και την ανακάλυψη όλων εκείνων των επιπέδων των επιχωματώσεων, πού σταδιακά και ανεπαίσθητα έκρυψαν το πρόσωπο της Ορθόδοξης Θεολογίας, αναδεικνύοντας στη θέση της τα φετίχ μιας ιδεολογικής θεολογίας και Ορθοδοξίας. Τουτέστιν μιας θεολογικής ειδωλολατρίας, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση της αντίστοιχης ποιμαντικής ειδωλολατρίας, πού αντλεί, πότε από την ολοκληρωτική ομογενοποίηση, την κατάργηση δηλαδή του πολύτροπου της οικείωσης του Ευαγγελίου, και πότε από την απόλυτη ιδιώτευση, την αδυναμία εκκλησιασμού της όποιας διαφορετικής και εκ των πραγμάτων υποκειμενικής-υποστατικής κατανόησης.
Σέ μια τέτοια προσπάθεια, δεν μπορεί κανείς παρά να ξεκινήσει από τα καίρια και ουσιαστικά. Από αυτά, δηλαδή, πού συνιστούν στ’ αλήθεια τον τρόπο της υπάρξεως και τα οποία, ως εκ τούτου, εάν τραυματιστούν καθιστούν αμφίβολη την ίδια την ύπαρξη. Δίχως καμία αμφιβολία, λοιπόν, η αρχή πρέπει να γίνει με τα αιώνια θέματα του έρωτα και του θανάτου, πραγματικότητες πού ορίζουν, αν μη τι άλλο, το περιεχόμενο του ίδιου του πολιτισμού και βρίσκονται στη βάση της «παρεξήγησης», πού τραυματίζει θανάσιμα τη σύγχρονη ζωή και θεολογία. Άλλωστε, όπως πολύ εύστοχα παρατηρούσε ο Γιάννης Τσαρούχης, «η ποιότητα ενός πολιτισμού διακρίνεται από τη στάση του απέναντι στον έρωτα και στον θάνατο».