Η Θεοδώρα είχε πολύ ταπεινή καταγωγή: κόρη ενός αρκουδοτρόφου του ιπποδρόμου της πόλης του Βυζαντίου, είχε καταστεί διάσημη ως θεατρίνα τόσο για την ομορφιά της όσο και για τα χαλαρά ήθη της στον κόσμο των χαροκόπων της πρωτεύουσας της ρωμαϊκής Ανατολής.
Σε αυτή την τρικυμιώδη ζωή, γεμάτη από θέατρο και σαρκικές ηδονές, που κράτησε λίγο ή πολύ μια εικοσαριά χρόνια, ακολούθησε μια μυστηριώδης διαμονή στη Συρία όπου, επιστρέφοντας από μια περιπέτεια με κακό τέλος, η μελλοντική αυτοκράτειρα ήρθε σε επαφή με τους
πιο επιφανείς εκπροσώπους του μονοφυσιτικού κλήρου, οι οποίοι με τη γοητεία τους και με τα λόγια τους θα πρέπει να της μετέτρεψαν σε βάθος το πνεύμα και τις επιδιώξεις. Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη είχε τη δεύτερη μεγάλη αλλαγή στη ζωή της διότι – δεν γνωρίζουμε πώς ούτε πότε – συναντήθηκε με έναν νέο που είχε μεγάλες προσδοκίες, τον Ιουστινιανό, για τον οποίο την εποχή εκείνη όλα προoιωνίζονταν πως θα ανερχόταν στον θρόνο, όντας ο ευνοούμενος του αυτοκράτορα θείου του. Αυτός ήταν ένας άνθρωπος συνεσταλμένος, έχοντας κλίση προς τη μελέτη και τον στοχασμό, ενώ η Θεοδώρα πρέπει να είχε ζωηρό χαρακτήρα και άμετρη ομορφιά.
Ο Ιουστινιανός που ήδη κατείχε τα υψηλότερα αξιώματα στην αυλή, την ερωτεύτηκε παράφορα, αποφάσισε να την νυμφευτεί και, παρά τις δυσκολίες που συνάντησε, έπειτα από μερικά χρόνια έφερε σε πέρας το σχέδιό του. Ο Ιουστινιανός ανέβηκε στον θρόνο τον Απρίλιο του 527 και η Θεοδώρα, που στέφθηκε με τη σειρά της αυγούστα, στάθηκε στο πλευρό του για μια εικοσαετία μέχρι που ένας πρόωρος θάνατος την χώρισε από εκείνον.