Οι φυσικές καταστροφές, δηλαδή οι καταστροφές που έχουν ως αιτία ένα φυσικό φαινόμενο, πλήττουν τον οικιστικό χώρο, το φυσικό περιβάλλον και τις οικονομικές δραστηριότητες. Αν και είναι πλέον δυνατόν να εκτιμηθεί με σχετική ακρίβεια η πιθανότητα εκδήλωσης κάποιων επικίνδυνων φαινομένων που μπορεί να προκαλέσουν καταστροφή, όμως η έγκαιρη ενημέρωση του πληθυσμού και η λήψη συγκεκριμένων μέτρων παρουσιάζουν σημαντικές δυσκολίες, ενώ, ακόμη και αν αυτά επιτευχθούν, δεν είναι δυνατόν να οδηγήσουν στην αποφυγή κάποιων σημαντικών επιπτώσεων και στην αποτροπή μιας καταστροφής.
Μεγάλο βάρος πέφτει επομένως στον προληπτικό σχεδιασμό (χωρικό, κτιρίων και υποδομών, διαχείρισης κινδύνων κ.λπ.), διαφόρων επιπέδων, που καλείται πρωτίστως να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν υψηλό επίπεδο ασφάλειας του πληθυσμού, των κατασκευών και των δραστηριοτήτων και συνακόλουθα μείωση των αναμενόμενων επιπτώσεων και αποτροπή της καταστροφής. Συνδυαστικά, ο προκαταστροφικός σχεδιασμός πολιτικής προστασίας αποσκοπεί στο μετριασμό των επιπτώσεων και στην επιτυχή αντιμετώπισή τους, εφόσον η καταστροφή επέλθει.
Η Ελλάδα βρίσκεται εκτεθειμένη σε φυσικούς κινδύνους, όπως σεισμούς, πλημμύρες, δασικές πυρκαγιές και διάβρωση ακτών. Σύγχρονες διεργασίες, όπως αυτή της κλιματικής αλλαγής, εκτιμάται ότι αυξάνουν την έκθεση της χώρας σε φυσικούς κινδύνους και επιτείνουν πιθανότατα τις συνέπειες από πιθανή εμφάνισή τους. Η χώρα έχει αναπτύξει πολιτικές και δράσεις που στοχεύουν στην πρόληψη και στην αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών, καθώς και στη μετακαταστροφική αποκατάσταση. Αυτές αναπτύσσονται τόσο σε διαχειριστικό επίπεδο, όσο και μέσα από εργαλεία χωρικών πολιτικών και σχεδιασμού́, αλλά επίσης και μέσα από την ενεργοποίηση δομών της κοινωνίας των πολιτών, σε ένα περιβάλλον μεταλλασσόμενων παραμέτρων και αξιών· η συζήτηση για τις φυσικές καταστροφές, με έμφαση στο ρόλο των χωρικών πολιτικών, αποκτά ξανά ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον και μια μεγάλη κρισιμότητα.