Αισχύλου Προμηθέας Δεσμώτης
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-618-5127-22-0
Διαπολιτισμός, Πάτρα, 3/2019
1η έκδ.
Σειρά: Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο
Γλώσσα: Ελληνική, Νέα
€ 12.00 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
17 x 24 εκ., 174 σελ.

Η «Ορέστεια» υπήρξε το συμπλήρωμα κάποιας παλιότερης αισχυλικής τριλογίας, της «Προμηθείας», που στηριζόταν στο γνωστό μύθο του Τιτάνα Προμηθέα. Την εν λόγω τριλογία, όπου μόνο θεοί και όχι άνθρωποι αντιμάχονται, με μοναδική εξαίρεση την Ιώ, αποτελούσαν ο «Προμηθεύς Δεσμώτης», ο «Προμηθεύς Λυόμενος» και ο «Προμηθεύς Πυρφόρος», τρία μέρη, που απ’ αυτά το τρίτο δημιούργησε το πρόβλημα, αν έπρεπε να αντιμετωπισθεί ως ο πρώτος λόγος, που σχετιζόταν με το κλέψιμο της φωτιάς από τον Τιτάνα ή ως ο τρίτος, που ολοκλήρωσε τη συμφιλίωση των εχθρικών μέχρι τότε δυνάμεων και θεμελίωνε τη λατρεία του Προμηθέα. Ο Αλμπιν Λέσκυ διατύπωσε, με επιφυλάξεις ωστόσο, την άποψη, ότι πρόκειται μάλλον όχι για τον τρίτο αλλά για τον πρώτο λόγο, ο οποίος αναφερόταν στο συγκεκριμένο αίτιο, που γέννησε την οργή του Δία και οδήγησε τελικά στην ιδιαίτερα σκληρή από μέρους του τιμωρία του απροσκύνητου Τιτάνα.

Από τον «Προμηθέα Πυρφόρον» σώζονται ελάχιστοι στίχοι, μερικοί από τους οποίους αποτελούν ίσως τμήμα από κάποια στιχομυθία μεταξύ του ίδιου του Προμηθέα και των άλλων Τιτάνων, που αποτελούσαν το Χορό και όπου αναφέρεται, ότι ο θεομάχος γιός του Ιαπετού «άναψε για τους θνητούς το φως της φλόγας» (19). Αντίθετα, στον «Προμηθέα Λυόμενον» οι σωσμένοι στίχοι ξεπερνούν τους εξήντα, αρκετοί δε απ’ αυτούς βρέθηκαν συνταγμένοι στα λατινικά και θεωρούνται είτε δημιούργημα του ρωμαίου τραγικού ποιητή Λεύκιου Ακκιου, βασισμένο όμως απόλυτα σε αντίστοιχο κείμενο του Αισχύλου, είτε, το πιθανότερο, μετάφραση του Κικέρωνα.

Στο λατινικό κείμενο εμφανίζεται ο Προμηθέας να απευθύνεται στους άλλους Τιτάνες, που και πάλι αποτελούν το Χορό, και να αναφέρεται στα πάθη του λέγοντας, ότι ο Δίας τον καταδίκασε δεμένος «να κατοικεί στων Ερινυών το κάστρο» (20). Σε άλλο απόσπασμα, εξάλλου, ο Προμηθέας προλέγει στον Ηρακλή, τι θα συναντήσει στο δρόμο του, προσπαθώντας να τον λυτρώσει, και ανάμεσα σε πολλά άλλα του μιλά για το λαό των πρωτόγονων Γαβίων της ησιόδειας «χρυσής εποχής» και του προφητεύει:

 

Στον δίκαιο λαό θα φτάσεις

απ’ όλους τους ανθρώπους και στον φιλόξενο,

στους Γάβιους, που ούτε αλέτρι ούτε ξυνάρι

ούτε δικέλλι σκάβει τη γη τους, αλλά από μόνα σπαρμένα

τα χωράφια πλούσια στους θνητούς προσφέρουν ζωή (21).

 

Αντίθετα, ολόκληρος σώζεται ο «Προμηθέας Δεσμώτης», πηγή για τη σύνταξη του οποίου, όπως άλλωστε και των άλλων σωσμένων τραγωδιών του Αισχύλου, με εξαίρεση τους «Πέρσας»,αποτέλεσε η αρχαία ελληνική μυθολογία. Το φαινόμενο αυτό, γενικά παρατηρείτε σε ολόκληρη σχεδόν την μυθολογία. Το φαινόμενο αυτό, γενικά παρατηρημένο σε ολόκληρη σχεδόν την λογοτεχνία των αρχαίων Ελλήνων, πολύ εύκολα ερμηνεύεται – αν και είναι δυνατό να προκαλέσει συγκεκριμένες απορίες. Τι μπορεί δηλαδή να προσφέρει ο μύθος στην προβολή μίας αλήθειας, που δεν αποδέχεται τους ουρανοδρόμους Πηγάσους και τους πανέμορφους βοσκούς του Λάτμου; Πως θα συνταιριαστούν με την πραγματικότητα οι θαλασσοβρεγμένοι Τρίτωνες και οι ονειρικοί λειμώνες της πελασγικής φαντασίας;

Το περιεχόμενο ωστόσο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας αναφέρεται πάντα σε λειτουργίες της φύσης και σε κοινωνικές ανακατατάξεις. Οι Νηρηίδες δηλαδή και ο Πάνας εξέφραζαν φυσικές πραγματικότητες, ενώ ο Ηρακλής και ο Θησέας συγκεκριμένα κοινωνικά φανερώματα. Ξέχωρα δε απ’ αυτό στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία πέρα από τις μυθολογικές εικόνες, που υπήρχαν αντικειμενικά ως συγκεκριμένες μορφές, προβαλλόταν το επίπεδο, χαρακτήρας και ο τρόπος σκέψεις των αρχαίων Ελλήνων. Οι μυθολογικές εικόνες των λογοτεχνικών επιτευγμάτων εκείνης της εποχής αναδημιουργούσαν επομένως με τον δικό τους τρόπο τη ζωή, όπως την αντιλαμβανόταν τότε.

Έτσι, ο μύθος του Προμηθέα αποτέλεσε στην περίπτωση, κατά τον Τζωρτζ Τόμσον (22), ένα γνήσιο πανάρχαιο ιστόρημα λαϊκής παράδοσης, που με επαναστατικό τρόπο αναφερόταν στην πραγματικότητα της προόδου της υλικής τεχνικής, που οδηγούσε ωστόσο στη μείωση της εργασίας των ανέξοδων δούλων, πάνω στην οποία στηριζόταν κυρίως η οικονομία του κοινωνικού συστήματος εκείνης της εποχής. Ήταν συνεπώς επόμενο ο Προμηθέας να αντιμετωπίσει στο σχετικό μύθο την αντίδραση και τον κατατρεγμό του πρωτόθεου Δία, που κρατούσε τους ανθρώπους χαμένους στα ερέβη της άγνοιας, προκειμένου να διατηρούνται υποταγμένοι και υπάκουοι, και ο οποίος πριν από την ανάπτυξη του μοναρχικού πολιτεύματος, κατά τον Τόμσον και πάλι, κατοικούσε μόνος του στον Όλυμπο, ενώ οι άλλοι θεοί είχαν τα ενδιαιτήματά τους σε άλλους τόπους, όπως η «λευκώλενος» Ήρα στο Άργος, η «φιλομειδής» Αφροδίτη στην Πάφο και η«γλαυκώπις» Αθηνά στο παλάτι του Ερεχθέα.

«Ύβρις του Προμηθέα ήταν επομένως η έμπρακτη εναντώσή του στη διατήρηση της άγνοιας, που άλλαξε ωστόσο σε ερπετά τους ανθρώπους. Ο Δίας όμως χρειαζόταν αυτήν την άγνοια των ανθρώπων, γιατί η γνώση φώτιζε τα πράγματα μέσα στις δικές του αιτίες το καθένα, ενώ η άγνοια αποτελούσε τη ρίζα της πίστης και της υπακοής. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε, όπως αναφέρει ο Τζων Μίλτων στον «Χαμένο Παράδεισό» του, απαγόρευσε ο θεός στους πρωτόπλαστους την απόλαυση των καρπών του Δέντρου της Γνώσης – για να τους τρομάζει δηλαδή και μ’ αυτό τον τρόπο «να κρατά ταπεινούς και αμαθείς όσους τον λατρεύουν».

Ο «Προμηθεύς Δεσμώτης» εμφανίζεται ως τραγωδία «αθανάτων», η δε οιστρήλατη Ιώ ως η μόνη θνητή, αποτελεί, όπως έχει αναφερθεί, τη μοναδική εξαίρεση. Δεν πρόκειται για μια τραγωδία με μεταφυσικές αναζητήσεις, χωρίς επομένως πολιτικές διαστάσεις – αντίθετα, αποτελεί υπόδειξη για τις υποχρεωτικές δραστηριότητες του κάθε αθηναίου στην καθημερινή του ζωή και για την καταξίωση της ανθρώπινης ύπαρξής του μέσα από την ιδιότητα του ενεργού πολίτη και όχι του εγωκεντρικού ιδιώτη.

Ο κόσμος, όπου έζησε και έπαθε ο Προμηθέας, ήταν διαρθρωμένος με ένα ιδιαίτερα αυστηρό, όχι όμως και αμετάκλητο τρόπο. Στην κορυφή του βρισκόταν το κατοικητήριο των θεών και συνεπώς η έδρα της εξουσίας, στη μέση του ο επίπεδος δίσκος της γης, που έπλεε πάνω σε ένα απέραντο ωκεανό, και η ορχήστρα του θεάτρου, πάνω στην οποία οι άνθρωποι σέρνονταν από τη μοίρα τους, και στο βυθό του ο σκοτεινός κόσμος των εκπεσόντων δαιμόνων του κάθε καιρού, που αντιπάλεψαν τις θεϊκές δυνάμεις και βγήκαν τελικά νικημένοι. Τα πρόσωπα αυτών των δαιμόνων μάλιστα δεν παραλλάζανε από το πρόσωπο του εκπεσόντος αγγέλου του Μίλτωνα στο προαναφερμένο έργο του, που «βαθειές χαρακιές το αυλάκωναν, σημάδια από θεϊκούς κεραυνούς, και σκοτεινές φροντίδες είχαν θρονιαστεί στα ωχρά μάγουλά του». Ήταν ωστόσο ο άγγελος εκείνος, που κατά τον Μίλτωνα και πάλι το θάρρος του δεν τον είχε καθόλου εγκαταλείψει και η περηφάνια του καρτερικά την ανταπόδοση μαστόρευε πάντα.

Ο Προμηθέας θυμίζει ένα τέτοιο άγγελο, όσο τουλάχιστον αφορά τη σκληρή τιμωρία του, ενώ ο μύθος του πέρα από το πάθος του Τιτάνα αποτελεί ένα τρόπο προβολής της παντοτινής και αναμφισβήτητης αλήθειας, ότι η πρόοδος είναι σε όλες τις περιπτώσεις το γεμάτο ωδίνες γέννημα της σύγκρουσης ανάμεσα στις αντιθέσεις, που συγκροτούν όλα τα φανερώματα του κόσμου. Ο Προμηθέας αγωνιζόμενος για τους ανθρώπους «αμάρτησε», γιατί όλοι όσοι παλεύουν για τον ερχομό των νέων καιρών «αμαρτάνουν» απέναντι σε όλους τους αντιμάχονται και οι οποίοι τρομάζουνε πάντα τους βογγερούς ανέμους, που ξεκινάνε κάθε φορά από το μέλλον.

Ο Προμηθέας είναι ένας θεός, που υποφέρει, που συνάμα οργίζεται και που καλεί με αυτά τα λόγια μπροστά στο χλευαστικό Κράτος και στη βουβή βία τις θεοποιημένες φυσικές δυνάμεις και τη μητέρα Γη, για να δουν τα πάθη του:

 

 

Ω θεϊκέ αιθέρα και γοργοφτέρουγες αύρες

και πηγές ποταμών και των κυμάτων του πόντου

αμέτρητο γέλιο και μάνα Γη

και κύκλε του ήλιου, που όλα τα βλέπεις, σας καλώ.

Κοιτάχτε με, τι πάσχω

και με τι άτιμες πληγές αμέτρητο καιρό θα μαρτυρήσω (24).

 

Το όνομα του Προμηθέα πιστεύεται γενικά, ότι προέρχεται από τη σύνθεση της πρόθεσης «προ», που εδώ σημαίνει «εκ των προτέρων», και της ρίζας, από την οποία δημιουργήθηκε το ρήμα «μανθάνω», ότι σημαίνει δηλαδή εκείνον, που έχει συλλάβει το θέμα, που τον απασχολεί, και το έχει μελετήσει, προτού ενεργήσει ο ίδιος σχετικά. Κατά τον Παναγή Λεκατσά όμως, αλλά και άλλους μελετητές, το όνομα του Τιτάνα προέρχεται από την σανσκριτική λέξη «πάρανθα», που αναφερόταν στο ξύλινο εκείνο όργανο, με την τριβή του οποίου οι πρωτόγονοι λαοί παρήγαν τη φωτιά.

Ο Προμηθέας προσδιορίζεται ως μέγιστος μάρτυρας για τη λύτρωση των ανθρώπων, η δε μυθολογική θεμελίωσή του αντιστρατεύεται την άποψη του αποστόλου Παύλου, ότι ο «λόγος» του σχετικού μαρτυρίου υπήρξε «τοις Ελλησιμωρία» (25). Δεν περιορίστηκε μάλιστα ο Προμηθέας να δεχθεί το μαρτύριό του, αλλά σιδεροδεμένος στα καυκάσια βράχια εξακολουθούσε, σύμφωνα με την αισχυλική τραγωδία, να αντιμάχεται τον Δία. Η τολμηρότητα άλλωστε των απόψεων του Τιτάνα, όπως διατυπώνεται στην εν λόγω τραγωδία, ήταν εκείνη, που οδήγησε ορισμένους ερευνητές να θεωρήσουν νόθα την τραγωδία αυτή και τον Βίχελμ Σμιτ να την αντιμετωπίσει ως ανώνυμο δράμα, άμεσα επηρεασμένο από την επαναστατική διδασκαλία των Σοφιστών.

Ο Προμηθέας μαρτύρησε «δια την φιλότητα των βροτών» γιατί δηλαδή αγάπησε τους ανθρώπους. Όπως αναφέρει ο ίδιος το Χορό των Ωκεανίδων, οι άνθρωποι πρώτα «ούτε πλιθόχτιστα προσηλιακά σπίτια ήξεραν, ούτε το ξύλο να δουλεύουν», αλλά στα ανήλιαγα βάθη των σπηλαίων κατοικούσαν. Και εκείνος ήταν, που για χατίρι τους βρήκε την έξοχη σοφία των αριθμών και των γραμμάτων τα συνταιριάσματα και έζεψε στο ζυγό άγρια ζώα, για να τους ξεκουράζουν, κι ακόμη τους χάρισε για τα ταξίδια τους πάνω στα κύματα των θαλασσών «λιανοφτέρουγα τρεχαντήρια» (26).

Οι προσφορές του Προμηθέα στους ανθρώπους πρέπει να αναφέρονται και σε άλλες τραγωδίες άλλων τραγικών ποιητών, που έχουν στο μέγιστο μέρος τους χαθεί και που μόνο μερικά αποσπάσματά τους είναι σωσμένα. Ο Τόμσον μνημονεύει ένα τέτοιο απόσπασμα από χαμένη τραγωδία του Μοσχίωνα, που έζησε και έδρασε ίσως τον Γ΄ π.Χ. αιώνα και στο οποίο εκείνος τονίζει, ότι υπήρξε καιρός, που οι άνθρωποι κατοικούσαν, όπως τα θηρία, σε σπηλιές και ο ένας τρεφόταν από τις σάρκες του άλλου και η μαύρη γη ήταν άτεκνη και παρθένα. Όπως όμως στο ίδιο απόσπασμα αναφέρεται, είτε με την αρωγή του Προμηθέα είτε με την πίεση της ανάγκης βρέθηκε στο τέλος η τροφή του ήμερου καρπού της Δήμητρας και το γλυκό κρασί του βακχικού θεού και η άσπαρτη γη αλετρίστηκε και πυργώσανε οι άνθρωποι πολιτείες και «καλοσκέπαστα χτίσανε σπίτια» (27).

Πατέρας του Προμηθέα ήταν ο Ιαπετός, βασιλιάς των Τιτάνων, γιός του Ουρανού, που έσμιξε με τη Γαία σε βρόχινα αγκαλιάσματα και τον γέννησε. Γυναίκα του ήταν κατά τον Ησίοδο η «καλλίσφυρος» Κλυμένη, η Ωκεανίδα δηλαδή με τους όμορφους αστραγάλους (28) ή κατά τον Αισχύλο η Θέμιδα και Γαία, δύο ονόματα, που έσμιγαν στο ίδιο μυθικό πρόσωπο (29).

Τα αδέλφια του Προμηθέα εκπροσωπούσαν τυφλές δυνάμεις, αντίθετα με εκείνον, που εξέφραζε μέσα από τον μύθο του την ανθρώπινη νοημοσύνη, η οποία ερευνά και αμφισβητεί. Επρόκειτο για τον «υπερκύδα», τον μεγαλοφάνταστο δηλαδή Μενοίτιο, που κατά τον Ησίοδο ως «υβριστή» ο Δίας στο Ερεβός καταγκρέμισε, χτυπώντας τον με τον ωχρόμαυρο κεραυνό, γιατί ήταν δυνατός και ασυγκράτητος στην ορμή του (30), για τον «κρατερόφρονα», τον ατρόμητο δηλαδή Άτλαντα, που κατά τον Ησίοδο και πάλι ο πρωτόθεος Κρονίδης τον υπόταξε

 

σε τρομερή ανάγκη – τον πλατύ ουρανό

στα πέρατα της γης, μπροστά στις γλυκόφωνες Εσπερίδες,

με το κεφάλι να κρατά και με τ’ ακούραστα χέρια του (31).

 

και για τον Επιμηθέα, που «αμαρτύνους», αργόστροφος δηλαδή λογαριαζόταν, και «οψύνους», γιατί μετά την τέλεση των πράξεων του τις σκεφτόταν και ο οποίος με τον γνωστό μύθο της Πανδώρας ήταν δεμένος.

Το δέσιμο ωστόσο του Επιμηθέα με αυτό το μύθο πολύ εύκολα οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι ο ίδιος ο Επιμηθέας, αντίθετα με τον πανάρχαιο Προμηθέα, αποτελεί ένα μεταγενέστερα κατασκευασμένο μυθικό πρόσωπο, δεδομένου ότι, κατά τους μύθους πάντα, η Πανδώρα υπήρξε η πρώτη γυναίκα, που πλάστηκε μετά τον άνδρα – αποτελούσε δηλαδή μυθικό δημιούργημα της πατριαρχικής κοινωνίας. Η αρχαιοελληνική αυτή Εύα φτιάχτηκε από τον Ήφαιστο με εντολή του Δία, που πρόσταξε τον παρακατιανό αυτό θεό να σμίξει χώμα και νερό και στο πλάσμα, που θα δημιουργήσει, ανθρώπινη φωνή να δώσει και δύναμη ζωής και με θεϊκή να την στολίσει ομορφιά. Όπως ιστορεί ο Ησίοδος, οι θεοί του Ολύμπου χάρες της χαρίσανε

 

 

και ο περατάρης Ερμής στο στήθος της έβαλε

το ψεύδος και τα γλυκομιλήματα και το δόλιο ήθος (32).

 

Ο Προμηθέας ποτέ δεν εμπιστεύτηκε την Πανδώρα, ύπουλο κατασκευασμάτων πατριαρχικών θεοτήτων, που άνοιξε το γνωστό καλάθι των δώρων προς τους ανθρώπους και σκόρπισαν όλα τα αγαθά, εκτός από την ελπίδα. Και ομεν τιμωρός θεός της ερήμου και της φωτιάς για τη μεγάλη αμαρτία της γυναίκας «κατώκισε τον Αδάμ απέναντι του παραδείσου της τρυφής» (33), ενώ τους ανθρώπους, κατά τον Ησίοδο, «μύρια δεινά από τότε τους τριγυρίζουν» (34).

Ο Προμηθέας διέθετε μαντική δύναμη, που δεν ήταν ωστόσο δεμένη με αιματηρές προσφορές πάνω στους βωμούς των ολύμπιων θεών, με σημαδιακά πετάγματα πουλιών και με μυστηριακά ακροάσματα. Επρόκειτο για τα κάθε φορά γεννήματα της πρακτικής γνώσης, όχι για προφητείες, αλλά για προβλέψεις στηριγμένες αποκλειστικά και μόνο στην ενδελεχή εξέταση των πραγμάτων μέσα στο πέρασμα των καιρών.

Αυτή όμως η δυνατότητα του Ιαπετίδη τον κατέστησε κάτοχο ενός μυστικού, που ο Δίας το αγνοούσε και που αφορούσε κάποιον μελλούμενο δεσμό του πρωτόθεου με την Θέτιδα, που αν τον πραγματοποιούσε θα αφανιζόταν. Ο Προμηθέας πρόβαλε μέσα στο μαρτύριό του με υπαινιγμό το μυστικό τούτο, που μόνο εκείνος και η Γαία γνώριζαν, ξεδιπλώνοντας αυτό τον τρομερό λόγο στη σκηνή με το στόμα του ίδιου του Αισχύλου, που είχε υποδυθεί τότε στο θέατρο τον Τιτάνα ως υποκριτής:

 

Με όλη την έπαρση του νου του ο Δίας

[μια μέρα] θα ταπεινωθεί, καθώς ετοιμάζεται

γάμο να τελέσει, που από τον εξουσιαστικό

θρόνο του άφαντο θα τον γκρεμίσει (35).

 

Αναφέρει σε πηγές, ότι ορισμένοι θεατές με το άκουσμα του τρόμου λόγου, που μιλούσε για το ενδεχόμενο ενός μελλοντικού αφανισμού του πρωτόθεου, αμφισβητώντας με αυτό τον ξεκάθαρο τρόπο την παντοδυναμία του, όρμησαν στη σκηνή, για να κακοποιήσουν τον «Ιερόσυλο», που μόλις πρόφτασε να καταφύγει στην ορχήστρα και να αγκαλιάσει τη Θυμέλη ως άσυλο για τον ίδιο. Ήταν δε φυσική η αντίδραση σε βάρος του Αισχύλου εκείνων των ευέξαπτων πολιτών, δεδομένου ότι οι απλοί άνθρωποι της Αττικής, υποταγμένοι στην τυραννία των θρησκευτικών μύθων, αδυνατούσαν να αφουγκραστούν τη φωνή της Ελευθερίας, που προσκαλούσε σε τολμηρά λυτρωτικά πετάγματα.

Ο Αισχύλος λογάριαζε την Ελευθερία ως προϋπόθεση της ευδαιμονίας, όπως λίγο αργότερα ο Θουκυδίδης (36), αν και θεωρούσε το ειδικό περιεχόμενο, που την προσδιόριζε στην εποχή του, ως ασάλευτη κατάσταση ροή της αλήθειας. Η Ελευθερία ωστόσο είναι πάντα εκφρασμένη μέσα από την εξασφάλιση των συνθηκών εκείνων, που επιτρέπουν στα άτομα να αναπτύσσουν στην κοινότητα θετική δράση – το δε πρόβλημά της στη συγκεκριμένη περίπτωση, το οποίο και την καθιστά διαιρετή, αποτελεί το γεγονός, ότι το περιεχόμενο αυτής της θετικής δράσης καθορίζεται αποκλειστικά και μόνο από την κοινωνική εκείνη τάξη, που κάθε φορά κατέχει την εξουσία.

Ο Αισχύλος αντιμετώπισε τον Δία στον «Προμηθέα Δεσμώτην» ως τυραννικό θεό, που με τους κεραυνούς του δε δίσταξε να κατακάψει κάθε τολμηρή ανθρώπινη προσδοκία. Δεν ήταν ωστόσο ο ίδιος Δίας με εκείνον τον πρωτόθεο, που, όπως αναφέρει ο Χορός των αρχείων γερόντων στον «Αγαμέμνονα», τον πρώτο λόγο της «Ορέστειας»,

 

έβαλε τους θνητούς στο δρόμο της σύνεσης

και το πάθημα μάθημα να γίνει νομοθέτησε

και στον ύπνο τους τους στάζει

στην καρδιά την αλγεινή της δυστυχίας και δίχως

τη θέλησή τους φρόνιμους τους κάνει (37).

 

Ορισμένοι ερευνητές αντιμετωπίζουν στο σημείο αυτό κάποιο πρόβλημα, το οποίο γεννά η τεράστια διαφορά, που υπάρχει στους χαρακτηρισμούς του τραγικού ποιητή για το Δία ανάμεσα στον «Προμηθέα Δεσμώτην» και στην «Ορέστεια». Στην πραγματικότητα ωστόσο κανένα πρόβλημα δεν υπάρχει, δεδομένου ότι μεγάλο είναι το χρονικό διάστημα, που χωρίζει τις εποχές συγγραφής των δύο αυτών ποιητικών έργων – συγκεκριμένα ο «Προμηθεύς Δεσμώτης» συντάχτηκε κατά την πρώτη περίοδο της λογοτεχνικής δράσης του Αισχύλου, ενώ η «Ορέστεια» αποτέλεσε το κύκνειο άσμα του.

Όταν επομένως έγραφε ο Αισχύλος τον «Προμηθέα Δεσμώτην» κρατούσε ακόμη η δόξα των μηδικών πολέμων και φεγγοβολούσε η δημοκρατία, που είχε χτίσει ο Κλεισθένης, ενώ στα τελευταία χρόνια της ζωής του συγκλόνιζαν την Αττική αλλεπάλληλες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές, που ο μεγάλος τραγικός δεν μπορούσε να κατανοήσει την αναγκαιότητά τους, επειδή αυτές ξεπερνούσαν τις δικές του παλιότερες πολιτικές επιλογές. Έτσι, υπερασπιζόταν πια την «τάξη» της δημοκρατίας του Κλεισθένη, που είχε ξεπεραστεί, και στις «Ευμενίδες» έβαζε την Αθήνα να στηρίζει τον Άρειο Πάγο, ένα δικαστήριο, που εξέφραζε άλλοτε την εξουσία των αριστοκρατικών και το οποίο θα έκρινε τον Ορέστη για την μητροκτονία του. Γνωμάτευε συγκεκριμένα η Αθηνά, ότι

 

σ’ αυτό το βράχο σεβασμός

των πολιτικών και ο συγγενής του ο φόβος από την αδικία

θα τους ανακρατούν ημέρα και νύχτα,

εφόσον οι ίδιοι οι πολίτες δεν αλλάζουν τους νόμους (38),

 

ενώ στον ατίθασο πολίτη της Αθήνας, που ήταν αποφασισμένος να προχωρήσει πιο πέρα από τις παλιές δημοκρατικές παραδοχές, πρόσταζε με τη χάλκινη φωνή της:

 

Στέριωνε αυτό το βουλευτήριο άθικτο από κέρδη,

σεβαστό, ακλόνητο και για όσους κοιμούνται

άγρυπνο της χώρας φρουρό (39).

 

Ο Αισχύλος αγάπησε τον Προμηθέα, που υπήρξε το περισσότερο ανθρώπινο από όλα τα πλάσματα της αρχαίας ελληνικής φαντασίας, γιατί κατά πρώτο λόγο τον είδε ως μαχητή της ελευθερίας και γιατί επίσης και ο ίδιος ο ποιητής, όπως έχει προαναφερθεί, αγωνίστηκε στο Μαραθώνα για την ελευθερία, που βάρβαροι επιδρομείς μαζί με τον πεισιστρατίδη Ιππία την απειλούσαν. Και γνώριζε ο ποιητής, πως ο πανάρχαιος νόμος της Ανάγκης, που έριχνε και στον Όλυμπο τον ίσκιο του, θα δούλευε και στην περίπτωση του απροσκύνητου Τιτάνα και πως ο Προμηθέας θα λυτρωνότανε από τον τιρύνθιο Ηρακλή.

Τα πρόσωπα του «Προμηθέως Δεσμώτου» είναι συμβολικά, δοσμένα από τον Αισχύλο σε γενικότητες και συνεπώς χωρίς λεπτομερή επεξεργασία. Εδώ δεν υπάρχουν ανολοκλήρωτες καταστάσεις, οι θύελλες είναι σαρωτικές, η έντασή τους θα συνεχίζεται και όταν ο λόγος αυτός τελειώσει. Οι στίχοι, που δένουν την τραγωδία, μοιάζουν με τις γιγάντιες πέτρες των κυκλώπειων τειχών, που βαραίνουν την ανθρώπινη σκέψη.

Ο Προμηθέας υποφέρει για τους ανθρώπους και είναι φρυχτοί οι πόνοι του μαρτυρίου του, γιατί είναι πόνοι ισόθεου, που γκρεμίζεται στη συνέχεια σε αβύσσους. Τους πόνους του ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, τους δέχεται και τους αντιμετωπίζει και παράλληλα φανερώνει όλο το εύρος της δικής του ελευθεροφροσύνης, που συνταιριάζεται με τη δύναμη του δικαίου εκείνου, που δεν σχετίζεται με τη βούληση του Δία. Και είναι ο ίδιος ένας «Θεός πάσχων», μοναδικός σε ολόκληρο τον κόσμο των αρχαίων ελληνικών μύθων και ένας πεισματικός αρνητικός αρνητής του δικαίου των δυνατών σε μια επώδυνη περίοδο απροσμέτρητης βίας.

Απέναντι στο μαρτύριο της προμηθεϊκής οδυνηρής ακινησίας βολοδέρνει η αεικίνητη Ιώ, η άτυχη κόρη του Ινάχου και της Μελίας, που η ζηλόφθονη Ήρα θανάσιμα μισούσε. Αντίθετα με τον ασάλευτο θεομάχο εκείνη περιπλανιέται, σπρωγμένη από τον ατελεύτητο οίστρο της – είναι δε ο οίκτος, που στους άλλους γεννά και την ίδια την αντιπαραθέτει στην υπερηφάνεια του αλυσοδεμένου μάρτυρα, ο τρόμος της, που οδηγεί στη συμπάθεια, και ο θρήνος της, που δυναμώνει το μίσος του Τιτάνα.

Αντικριστός στον Προμηθέα στέκει και ο Ωκεανός, που «βρίσκεται έξω από κάθε αιτία, ενώ σε όλα έλαβε μέρος» (40). Πρόκειται για τον αιώνια συμβιβαζόμενο και ρευστό θεό, παρόλη τη μεγαλοπρέπειά του ή ίσως επειδή αυτή ακριβώς η μεγαλοπρέπειά του είναι φτιαχτή, πρόκειται για τον αφελή συμβουλάτορα, που δεν τολμά στη βία να αντιταχθεί και με περισσή ταπείνωση την αποδέχεται.

Είναι ακόμη απέναντι στον Τιτάνα ο ωραίος Χορός των Ωκεανίδων, που καταφθάνουν στην ορχήστρα πάνω σε φτερωτό άρμα ανεβασμένες και που τον συμπαθούν για το μαρτύριο του, χωρίς ωστόσο να πάσχουν μαζί του. Πρόκειται για γλυκές γυναικείες παρουσίες, που φαίνονται να ζητούν τις αιτίες των πραγμάτων μόνο για πληροφόρηση, που φλυαρούν και συμβουλεύουν ανεύθυνα, που παραξενεύονται και τρομάζουν.

Δίπλα στον Προμηθέα στέκουν το Κράτος και η Βία, τα άγρια τέκνα της Στύγας και του Πάλαντα – συμβολισμοί της εξουσίας του Δία και της μεθόδου, με την οποία εκείνος την ασκεί. Είναι οι σιδερένιες αλήθειες της τυραννίας, που θεμελιώνονται η μια δίπλα στην άλλη, η μια συμπλήρωμα της άλλης, απαραίτητες και οι δύο για την μεταπελασγιακή εξουσία.

Η Βία και το Κράτος εφαρμόζοντας πιστά τις εντολές του Δία είχαν από τα ίδια τα πράγματα οριστεί, για να ξαναφέρουν ανάμεσα στους ανθρώπους την «τάξη», που είχε διαταράξει με την κλοπή της φωτιάς ο Προμηθέας. Επρόκειτο για άμεση και συνεχή ανάγκη του καθεστώτος, που δηλώνεται άλλωστε απερίφραστα την εποχή του Αισχύλου, αλλά και μεταγενέστερα, σε κείμενα, τα οποία έχουν σωθεί. Ένα μάλιστα από τα κείμενα αυτά ανήκει στον Κριτία, μαθητή του Σωκράτη και θείο του Πλάτωνα, παλιό «ακραίο» επαναστάτη», που κατά τον Ξενοφώντα «εν θετταλία τους πενέστας ώπλιζεν επί τους δεσπότας» (41), αλλά αργότερα κατάντησε ολιγαρχικός και τελικά τύραννος, με μια πολιτική μεταλλαγή του συνηθισμένη και σήμερα ακόμη σε ορισμένους «ακραίους επαναστάτες».

Αυτός ο στρατευμένος και ταξικά συνειδητοποιημένος αντιδραστικός σε ένα σωσμένο απόσπασμα μιας χαμένης τραγωδίας του αποδέχεται την καταπιεστική υφή του «νόμου» και της «τάξης» και τον συγκεκριμένο ρόλο, για τον οποίο προορίζονται οι θεοί. Αναφέρει σχετικά στο εν λόγω ιδιαίτερα ενδιαφέρον απόσπασμά του:

 

Υπάρχει κάποια εποχή, που άτακτη ήταν η ζωή των ανθρώπων

και τη δύναμη υπηρετούσε με θηριώδη τρόπο.

Τότε κανένα βραβείο δεν υπήρχε για τους καλούς,

ούτε τιμωρία για τους κακούς επιβαλλόταν.

Έπειτα ωστόσο καλό φάνηκε στους ανθρώπους

να βάλουν τιμωρούς, κυβερνήτρα, η δικαιοσύνη για να γίνει

και νάχει στο ζυγό την αδικία.

Κι αν κάποιος αδικούσε, τιμωριώταν.

Κατόπιν όμως, επειδή οι νόμοι φανερές

αυθαιρεσίες εμποδίζανε [σε πολλούς] να πράττουν,

αλλά κρυφά τις πράττανε εκείνοι, καθώς νομίζω,

κάποιος στοχαστικός και σοφός άντρας

Θεούς σκέφτηκε για τους θνητούς να βρει,

το φόβο τους οι κακοί για νάχουν, αν στα κρυφά

[κάτι] έπρατταν η έλεγαν η φρονούσαν (42).

 

Το Κράτος και η Βία βρίσκονται δίπλα στον Τιτάνα και κοντά σ’ αυτόν σέρνεται ο χωλός Ήφαιστος, ο περιφρονημένος θεός, που για τους εξουσιαστές δούλευε στο εργαστήρι του, στην Αίτνα, τον «λαμπρό ορείχαλκο» και τον οποίο, καθώς αναφέρει ο Ησίοδος, «η Ήρα μόνη της γέννησε, χωρίς με κάποιον να ερωτοσμίξει» (43). Είναι ο καλόγνωμος θεός των δουλευτών, που για τα πάθη πονά του Προμηθέα, που όμως δεν μπορεί στις προσταγές να αντιδράσει της θεόσταλτης Ανάγκης και που μισεί ωστόσο το έργο του, «αλυσίδες να δένει και ξίφη». Γι’ αυτό το λόγο στρεφόμενος στο Κράτος και στη Βία, όταν πια έχουν τελέψει εκείνα το έργο τους, τους ομολογεί:

 

Την εντολή του Δία σε σας

την έχετε εκτελέσει και τίποτε πια εδώ δεν σας κρατά.

Εγώ όμως δεν έχω το κουράγιο

στανικά να τον δέσω στο παγωμένο τούτο φαράγγι (44).

 

Δίπλα στον Προμηθέα βρίσκεται και ο Ερμής, υπηρέτης των θεών με τη θέλησή του, θεός ωστόσο και ο ίδιος, σιχαμερά όμως αλαζόνας, που νομίζει ο αναίσχυντος, πως «κατοικεί άπαρτα κάστρα», ο ψεύτικος φίλος των ισχυρών, ο αποδεσμευμένος από κάθε χρέος, κάθε αγάπη και κάθε ευγενική προσδοκία. Τον ακούει ο θεομάχος και του απευθύνει

 

Λόγια φουσκωμένα, με έπαρση γεμάτα,

όπως ταιριάζει σε υπηρέτη των θεών (45),

 

τη λογική της δειλίας να του εξαίρει, τον κόσμο να του δείχνει όλων εκείνων, που έχουν μάθει να δέχονται τη δύναμη των άδικων ως καθοριστική ουσία ζωής, κι ακόμη να τον χλευάζει για την υπερηφάνειά του, που ο γιος της Μαίας την μισεί, γιατί δεν μπορεί να την νοιώσει εκείνος και το φανέρωμά της στους άλλους κάνει τον ίδιο να μικραίνει.

Ο Προμηθέας περιφρονεί τον Ερμή, αλλά και τον Δία, που ορθώνεται πάνω από τον Ερμή, και τη Μοίρα, που κυριαρχεί μέσα σε όλες τις παρουσίες. Η περιφρόνησή του όμως αυτή δεν αποτελεί ένα παντοτινό τρόπο αντιμετώπισης της δικής του παύσης, μια στατική θεώρηση των συνεχώς εξελισσόμενων πραγματικοτήτων. Είναι η πρώτη μόνο φάση μιας διαλεκτικής πορείας προς την τελική λύση, που θα υπήρχε στο τρίτο μέρος της τριλογίας, προφανώς στον «Προμηθέα λυόμενων», και που εκφράζεται βασικά μέσα στο χώρο των σχετικών μύθων με την απελευθέρωση του πάσχοντα Τιτάνα από τον δωρικό Ηρακλή.

Στην τραγωδία του «Προμηθέως Δεσμώτου» πλανιέται, χωρίς να παρουσιάζεται στη σκηνή, η βασική δικαιολόγηση της προμηθεικής ανταρσίας, ο τυραννικός Δίας, ο τύραννος γενικά, που ο Θησέας τον περιγράφει στις «Ικέτιδες» του Ευριπίδη με αυτά τα λόγια:

 

Δεν βρίσκεται για μια πόλη συμφορά πιο βαρειά από του τυράννου.

Εκεί πρώτα απ’ όλα δεν υπάρχουν νόμοι

για όλους καμωμένοι, μα ένας άνθρωπος εξουσιάζει και νόμο του έχει

τη θέλησή του. Ετούτο όμως ισότητα δεν είναι (46).

 

Επειδή όμως οι τραγωδίες «δίδασκαν», κάποιο πρόβλημα έπρεπε να υπήρχε στην αθηναϊκή δημοκρατία μετά τα Μηδικά, απέναντι στο οποίο χρωστούσαν να πάρουν θέση οι «δάσκαλοι» ποιητές με το έργο τους. Και πρόβλημα υπήρχε – ήσαν κάποια σημάδια, που προειδοποιούσαν για το τρομακτικό ενδεχόμενο της εγκαθίδρυσης μιας απροκάλυπτης τυραννίας στην Αθήνα παρά τις νίκες της ελευθερίας στους περσικούς πολέμους, κάποιες κινήσεις κάποιων ισχυρών πολιτικών παραγόντων, κάποιου Μιλτιάδη ή Κίμωνα ή ίσως και του Θεμιστοκλή – κάποιων ιδιαίτερα φιλόδοξων ανδρών και φορέων συνάμα συγκεκριμένων συμφερόντων, που επιζητούσαν να πετύχουν εκεί, που απέτυχε προηγούμενα ο «μηδίσας» πεισιστρατίδης Ιππίας. Όφειλαν επομένως οι «δάσκαλοι» ποιητές να καλέσουν έμμεσα μέσα από τις δημιουργίες τους τούς πολίτες να επαγρυπνούν σε μόνιμη βάση, να φρουρούν στις επάλξεις και να επιτηρούν τα σκοτεινά μονοπάτια της προδοσίας.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, ότι η ιστορία του θεομάχου Τιτάνα, όπως πλάθεται στον «προμηθέα Δεσμιώτην», δεν αναφέρεται ούτε στα ομηρικά έπη, ούτε στη χορική λυρική ποίηση, επειδή προφανώς το περιεχόμενο αυτής της ιστορίας καθόλου δεν συγκινούσε τους αριστοκράτες. Οι σχετικές με τον Τιτάνα γραπτές μαρτυρίες είναι πριν από τον Αισχύλο μόνο εκείνες, που συναντώνται στον Ησίοδο, ο οποίος όμως αποστρέφεται τον Προμηθέα, αποκαλώντας τον «αγκυλομήτην» και «ποικιλόβουλον», δόλιο στο νου και πολυμήχανο, αν και σε μια περίπτωση εντελώς παράδοξα τον χαρακτηρίζει «ακάκητα», χωρίς δηλαδή κακία (47).

Η γενικά αρνητική στάση του Ησίοδου απέναντι στον Προμηθέα βρίσκει την ερμηνεία της στην από μέρους του καταγραφή των διδακτικών επών του σε μια εποχή, που η αριστοκρατία δεν είχε χάσει ακόμη κανένα από τα βασικά της ερείσματα στον ελλαδικό χώρο. Συγκεκριμένα, ήσαν τα χρόνια, που, όπως αναφέρει ο Τόμσον, οι «χωρικοί του Ησίοδου», ποδηγετούμενοι από τους φορείς της ιδεολογίας των αριστοκρατών, εξακολουθούσαν να φρονούν, ότι ήσαν καταδικασμένοι να μοχθούν δουλεύοντας τη γη, επειδή είχαν αμαρτήσει απέναντι στους αφεντάδες τους, ότι δηλαδή ήσαν οι ίδιοι αίτιοι για την αξιοθρήνητη κατάστασή τους και όχι οι θεοίτου Ολύμπου (48). Άλλωστε πολύ παλιά, όταν βασίλευε ο Κρόνος στον κόσμο και οι άνθρωποι δεν είχαν ακόμη γνωρίσει την κακία, ούτε ο Προμηθέας υπήρχε ανάγκη να φανερωθεί, η ευτυχία τους αγκάλιαζε όλους, η άσκαφτη γη τους πρόσφερε από της άφθονους καρπούς και η ευτυχία τους αγκάλιαζε όλους, η άσκαφτη γη τους πρόσφερε από μόνη της άφθονους καρπούς και η δικαιοσύνη των θεών ήταν παντού θρονιασμένη.

Ύστερα όμως ήλθε ο «άτακτος» Προμηθέας μαζί με την αδικία, όταν πια ο Κρόνος είχε γκρεμιστεί από το θρόνο του – και σε κάποιο συμπόσιο αθανάτων προσπάθησε ο Ιαπετίδης να υποκλέψει από τον παντοδύναμο Δία, τον νέο κυρίαρχο του κόσμου, την λεόντια μερίδα του κρέατος, που την ήθελε εκείνος δική του. Ο Κρονίδης οργίστηκε σφόδρα, αφαίρεσε από τους ανθρώπους τη φωτιά, που από πολύ παλιά οι ίδιοι οι θεοί τους είχαν χαρίσει, και τους έριξε σε ανείπωτη δυστυχία. Ο Προμηθέας ωστόσο έκλεψε τη φωτιά και την πρόσφερε στους ανθρώπους και πάλι – και τότε ο Δίας πρόταξε για τιμωρία του να τον αλυσοδέσουν στον Καύκασο και αλυσοδεμένος ήταν, οι «χωρικοί του Ησιόδου», τον γνώρισαν και για κακούργο τον λογάριασαν, δασκαλεμένοι σε τούτο από το σκοτεινό ιερατείο.

Ο Προμηθέας γκρεμίστηκε τελικά στα Τάρταρα μαζί με τις Ωκεανίδες, οι οποίες μοιράστηκαν την τύχη του – ξαναγύρισε όμως στον επάνω κόσμο και καρφώθηκε πάλι οι «στερνή βίγλα της γης», όπου και συνεχίστηκε ο βασανισμός του για αιώνες. Βαθύρριζοι ελληνικοί μύθοι άλλωστε το αναφέρουν αυτό, μετουσιωμένοι αργότερα στον «ορφικό τροχό της Ανάγκης», σε μια επιταγή της Μοίρας και θεϊκή προσταγή, πανάρχαια και αιώνια, η οποία ορίζει για τον δαίμονα εκείνον, που θα τολμήσει να αντιπαραβληθεί στους θεούς, να εξορίζεται για τριάντα χιλιάδες χρόνια από οίκο των μακάρων και γεννιέται ξανά και να περπατά το ένα μετά το άλλο κακοτράχαλα μονοπάτια. Πρόκειται ουσιαστικά για τους μάρτυρες των λαών, που συμποσούνται στον Προμηθέα, που μέσα στο κύλισμα των καιρών παίρνουν χιλιάδες μορφές και γίνονται θρύλοι και αλλάζουν σε ελπιδοφόρα τραγούδια των υψώνονται σε λαμπρά σύμβολα ανειρήνευτων αγώνων από τους πάσχοντες ανθρώπους.

 (Απόσπασμα από την εισαγωγή του Βασίλη Λάζαρη)


Add: 2019-06-28 15:43:00 - Upd: 2021-03-17 18:24:25