Από τον καιρό της άφιξης των Τσιγγάνων στην Ευρώπη έγινε αναφορά στα ονόματά τους ότι θυμίζουν την Ανατολή. Λόγω του καφετιού σκούρου χρώματός τους και του τρόπου ζωής τους, που ήταν άγνωστα στους πολίτες της Ευρώπης, συνδέθηκαν πιο πολύ συχνά με τους Αιγύπτιους στη Δυτική Ευρώπη και με τους Τατάρους στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Στην πραγματικότητα, το 1322 μια ομάδα ακροβατών "από την Αίγυπτο" έδινε παραστάσεις στην Κωνσταντινούπολη, ενώ, κατά το ίδιο έτος, εμφανίζεται μια άλλη αποικία "Αιγυπτιακή" να έχει εγκατασταθεί στην Κέρκυρα. Οι περιοχές που τελούσαν υπό τον έλεγχο του βυζαντινού πολιτισμού υπήρξαν αυτές στις οποίες έκαναν οι Τσιγγάνοι το πρώτο βήμα προς τη Δύση και, αναμφίβολα, αυτό μαρτυρείται και από τα αρχεία και τα έγγραφα του 14ου αιώνα, αλλά και από το γεγονός ότι οι περισσότεροι όροι γι` αυτούς στις ευρωπαϊκές γλώσσες και στα τούρκικα είναι Cingane, ομοιάζοντας με τη λέξη του αιρετικού δόγματος της Μικράς Ασίας "Αθίγγανοι" ή "Ατσίγγανοι" [Atsiganoi], που σημαίνει "περιπλανώμενοι". Τέτοιοι εντοπίστηκαν και στη "Μικρά Αίγυπτο", που δεν είναι άλλη από την περιοχή της Μεθώνης της Πελοποννήσου, όπου εκεί υπήρχε ένα περίπλοκο σύστημα άρδευσης. Στις 5 Νοέμβρη του 1362 αναφέρεται η παρουσία τους στη Ραγούσα [Ragusa] (νυν Ντουμπρόβνικ), και κατά την ίδια περίοδο φαίνεται ότι επιτράπηκε η εγκατάστασή τους γύρω από το μοναστήρι της Ρίλας, περιοχή της σημερινής νότιας Βουλγαρίας, και στο νησί της Κέρκυρας. Σε αυτούς, πιθανώς, αναφέρεται -μεταξύ των άλλων- και ο βυζαντινός συγγραφέας Μάζαρις, γράφοντας ότι αποτελούν ξεχωριστή εθνική ομάδα στην Πελοπόννησο. [...] (Από την εισαγωγή της έκδοσης)
"Στους διαπρεπέστερους τσιγγανολόγους ανήκει ο Ιταλός Marquis Colocci Adriano, του οποίου το "Cli zingari - Storia di un popolo errante", "Τσιγγάνοι - Η ιστορία ενός περιπλανώμενου λαού", παρουσιάζουμε με το ανά χείρας, και το οποίο αποτελεί πρωτοποριακή μελέτη για την εποχή της έκδοσης και μέχρι σήμερα. Γράφτηκε αφού ο συγγραφέας ήρθε σε επαφή με τους Ρομά των Βαλκανίων, κατά την περίοδο που εστάλη από το Υπουργείο Εξωτερικών της Ιταλίας σε χώρες της Βαλκανικής να συμμετάσχει σε επιτροπές που απαιτούσαν διεθνείς συναινέσεις και σε προσκλήσεις παρουσίας του σε δύο διεθνή συνέδρια Εθνολογίας και Ανθρωπολογίας, το 1902 και το 1904, στο Παρίσι και στη Γενεύη, καθώς και μετά τον διορισμό του ως προέδρου της Gypsy Lore Society. Μετά τη δημοσίευση του έργου "Η Καταγωγή των Μποέμηδων", το 1911, αναδείχθηκε στους κορυφαίους Ιταλούς εθνογράφους και διοργάνωσε την πρώτη διάσκεψη με θέμα "Μελέτη της Τσιγγανολογίας στην Ιταλία", με την οποία υποστήριξε με έμφαση τη σημασία της επιτόπιας έρευνας και την έλλειψη της "ziganologia" στην Ιταλία πριν από το 1889. Κατά τον A. Colocci η τσιγγανολογία διαμορφώθηκε αφότου τέθηκαν τα εξής τρία κριτήρια, ως απαραίτητες προϋποθέσεις για οποιαδήποτε μελέτη: Ευρυμάθεια, Γλώσσα, Εθνογραφία. Στόχος του ήταν να υπάρξει μια "Επιστήμη των Τσιγγάνων" και ένα ίδρυμα που να ασχολείται με τη μελέτη τέτοιων ζητημάτων και αυτό μπορεί να είναι η "Ιταλική Εταιρεία της Εθνογραφίας", πρόταση που, ωστόσο, δεν επιτεύχθηκε..." (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)