Ω ουρανέ εσύ απέραντε, που τα σύννεφα μαζώνεις,
σχήμα τούς δίνεις χαλαρό και παιχνιδιάρικα χαλάς,
έχεις καημό ασήκωτο, μέρα τη μέρα σιγολιώνεις,
όταν το μάτι το ερευνητικό, σε γειτονιά ξαπλώνεις,
που δυο πρεζάκηδες, γεμάτες οι φλέβες από αφιόνι
κι ας ήταν κι από γενιά, μέσα στον ήλιο και το χιόνι,
που τις καρδιές τους σκλήρυνε, πέτρινες έχει κάνει.
Άμοιρη μάνα, μ’ άνθη ήθελε τον δρόμο τους να ράνει,
καθώς θα βάδιζαν ορθοί, μέση στητή, να μη λυγάει,
περήφανοι στη ζήση, το χείλι τους πάντα να γελάει,
από της ευτυχιάς το βάρος, ήρεμη η ζωή να κυλάει!
Τώρα όμως, στης γειτονιάς τα σοκάκια τα σκοτεινά,
ο ένας τον άλλο στηρίζει, μην και πέσουν κάτω ξανά.
Βαποράκι να γυρεύουνε, τη δόση γοργά να πάρουν,
τη μαστούρα να χορτάσουν, ζάλη τους να ρεφάρουν.
Να βρουν κάποιο καταφύγιο, κάπου να κοιμηθούνε.
Κουρέλια στα κουρέλια τους, κουρέλια να γενούνε!