Ο Χρονογράφος του Δωρόθεου, ήταν το πιο πολυδιαβασμένο βιβλίο των Ελλήνων, έχοντας γνωρίσει τριάντα ανατυπώσεις από το 1631 έως το 1818 ενώ, παράλληλα, σώζονται και πολλά χειρόγραφα του ιστορικού αυτού βιβλίου. Από αυτά φαίνεται πως το κύριο μέρος του βιβλίου γράφτηκε γύρω στο 1570-75.
Η πρώτη έντυπη έκδοση βασίστηκε σε χειρόγραφο που έφερε στην Βενετία από την Ρουμανία, στον τυπογράφο αδελφό του, ο Ζώτος Τζιγαράς πρωτοσπαθάριος του τότε ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως ο Χρονογράφος αυτός μεταφράστηκε αργότερα και τυπώθηκε μερικές φορές στα ρουμανικά.
Το κείμενο που αναφέρεται στην ελληνική βιβλιογραφία ως ο «Ψευδό-Δωρόθεος», το παρουσιάζουμε με πολλές συμπληρώσεις από τις 30 διαδοχικές εκδόσεις του, και από συγγενείς βυζαντινές χρονογραφίες. Πρόκειται για ένα συμπίλημα διαφόρων χρονικών (τις διάφορες έξοχες ιστορίες) στο οποίο προσθέσαμε 1680 επεξηγηματικές υποσημειώσεις, μερικές εικόνες και βιβλιογραφία.
Συναφής με τον Χρονογράφο του Δωρόθεου (του 1631) ήταν η «Νέα Σύνοψις» του Ματθαίου Κιγάλα που εκδόθηκε το 1637 και ακολουθεί αρκετά πιστά το συμπίλημα των κυριότερων από τα περιεχόμενα του «Ψευδοδωρόθεου», ιδίως εκείνων της Πεντατεύχου της Παλαιάς Διαθήκης, με παραλλαγές που εντάξαμε στο υπό έκδοση κυρίως κείμενο. Ουσιαστικά πρόκειται για δύο διαφορετικά χρονικά με κοινό αρχέτυπο, γραμμένα σε ένα μη λόγιο γλωσσικό ιδίωμα, που πολλές φορές θυμίζει την πολίτικη καθομιλουμένη των προγόνων μας της γενιάς του 1918. Σημασία, πάντως έχει το περιεχόμενο και η ιδεολογία ενός βιβλίου με το οποίο γαλουχήθηκαν έξη γενιές Ελλήνων.
Το υπό έκδοση συμπληρωμένο συμπίλημα του Χρονογράφου περιλαμβάνει στην αρχή του την Βιβλική ιστορία, με επίκεντρο την Μέση Ανατολή, μέχρι τις εποχές του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των Πτολεμαίων, κλείνει με μία εξιστόρηση του πολέμου της Τροίας, στο οποίο επιλέξαμε να προσθέσουμε στοιχεία της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας από την αντίστοιχη διήγηση του Ματθαίου Κιγάλα.
Ακολουθεί η ιστορία της Ρώμης, από την εποχή του Αινεία, μέχρι τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, με αναλυτικά χρονικά των διαδοχικών Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Η αφήγηση προχωρεί με την ιστορία της Βυζαντινής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, από την ίδρυση ως την πτώση της Κωνσταντινούπολης, και συνεχίζεται με την διαδοχή των Οθωμανών σουλτάνων μέχρι τις ημέρες της σύνταξης του χρονικού. Στη συνέχεια, σε κάθε νέα έκδοση τύπωναν συνήθως μια προσθήκη στην αφήγηση, που ενημέρωνε το κείμενο για το διάστημα που είχε μεσολαβήσει από τις προηγούμενες ανατυπώσεις.
Η Βυζαντινή ιστορία περιλαμβάνει πλήθος από παραμύθια και «λαογραφικές διηγήσεις» από λαϊκές πηγές που είχαν επιζήσει στη συλλογική μνήμη στις τελευταίες δεκαετίες του 1500.
Στο ιστορικό κείμενο αναλύει, μεταξύ άλλων, το χρονικό των Κομνηνών με τις Σταυροφορίες και το «πως επήραν οι Φράγκοι την Πόλιν».
Το σώμα της κυρίως βυζαντινή ιστορίας του Χρονογράφου ακολουθεί ένα Χρονικό του Μορέως, γραμμένο σε πεζό λόγο, που εκτείνεται στα γεγονότα της περιόδου 1204-1439.
Περιγράφονται στη συνέχεια, σε άλλο κεφάλαιο, εκτενέστατα οι σύνοδοι της Φεράρας και της Φλωρεντίας που οδήγησαν σε συμφωνία για την ένωση των εκκλησιών, παρμένο, κατά κύριο λόγο, από το βιβλίο του Μ. Δεβαρή που εκδόθηκε στη Ῥώμη το 1577, από τον τυπογράφο Φραγκίσκο Ζανέτο.
Δίπλα στις ιστορίες των Οθωμανών Σουλτάνων και της καταγωγής τους, ένα λεπτομερές κεφάλαιο περιλαμβάνει το Χρονικό των Πατριαρχών της Κων/πόλεως, που σε ορισμένα του στοιχεία είναι η μοναδική (δευτερογενής) ιστορική πηγή που έχουμε για τα όσα συνέβησαν στον πατριαρχικό θρόνο μέχρι και την πατριαρχία του Ιερεμία του Τρανού που πήγε στην Μόσχα συνοδευόμενος από τον Μονεμβασίας Ιερόθεο.
Αμέσως στη συνέχεια του κειμένου, βρίσκουμε το χρονικό «περί της Βενετίας πότε εκτίσθη, και πόσοι των Δουκών ώρισαν αυτήν, και πόσα κάστρη έλαβον». Ολοκληρώνεται έτσι μια άλλη, παράλληλη θεώρηση του ιστορικού χρόνου, όπου τα σύγχρονα δεδομένα επιβάλλουν και μιαν πρόσθετη αναδρομή στη «γενεαλογική χρονολογία» της Δημοκρατίας του Αδρία, διότι και αυτή, με τη σειρά της, τέμνει την ελληνική ιστορία της «Ρωμανίας» διατηρώντας και μετά την Άλωση μια σημαντική παρουσία στον ελλαδικό χώρο.
Ο Χρονογράφος κλείνει με τρία σχετικά σύντομα κεφάλαια:
1. Το πρώτο: «Περὶ τοῦ λειψάνου τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου, ὁποῦ τὸ ἤφερεν ὁ υἱὸς αὐτοῦ Κωνστάντιος ἀπὸ τὴν Νικομηδείαν» πάνω στον τάφο του οποίου υπήρχαν τα γράμματα μέσα στα οποία κρύβονταν ο χρησμός της απελευθέρωσης της Κωνσταντινούπολης από το «Ξανθό γένος», εκδοχή που χρονολογείται με βεβαιότητα από το 1570, δεκαπέντε χρόνια μετά το 1555, εποχή κατά την οποία βρέθηκαν στο Μιλάνο οι προφητείες του Αγαθάγγελου και μεταφράστηκαν ιταλικά.
2. Δεύτερο: την εικονογραφημένη μέθοδο της «Χειρός του Σολομώντα» με την οποία μπορούμε να υπολογίσουμε, με τις παλάμες μας, τις Επακτές, τους κύκλους του Ηλίου και της Σελήνης, και «εις πόσες του Μαρτίου ή του Απριλίου γίνεται το Πάσχα».
3. Και Τρίτο έναν κατάλογο, δυο σελίδων, των Οφφικίων της βασιλείας των Ρωμαίων που θέσπισε, κατά τον Χρονογράφο, ο Μέγας Κωνσταντίνος.
Δύο αιώνες μετά την τελευταία επανέκδοση το 1818 στην Βενετία του Ιστορικού Χρονογράφου, κρίναμε πως πρέπει να ξαναδοθεί στο αναγνωστικό μας κοινό συμπληρωμένο και με επαρκείς επεξηγήσεις ένα κείμενο που περιέχει, όπως προείπαμε μια εκλαϊκευμένη περίληψη των πρώτων βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης, ακολουθούμενη από μια λεπτομερή εξιστόρηση της ρωμαϊκής, βυζαντινής, οθωμανικής και βενετικής ιστορίας. Κείμενο στο οποίο έχουν προστεθεί ενδιαφέρουσες διηγήσεις από τα χρονικά των πατριαρχών, τη σύνοδο της Φλωρεντίας, ένα ελάχιστα γνωστό πεζό Χρονικό του Μορέως, όπως και πολλά λαογραφικά στοιχεία με περίεργες «ιστορίες».
Η επανέκδοση θα ξαναφέρει κοντά μας την καθομιλουμένη ελληνική του 16ου αιώνα, γλώσσα προσιτή και κατανοητή στην οποία είχαν γραφεί μόλις τέσσερα ή πέντε, το πολύ, βιβλία στις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα.
Το αρχικό προλογικό σημείωμα, που επαναλαμβάνεται σε κάθε επανέκδοση, επισημαίνει, άλλωστε, στους ευσεβείς ορθοδόξους αναγνώστες την αξία της μελέτης του παρελθόντος ως πηγής ηθικών διδαγμάτων.
Παρακαλώ, συμπληρώστε το email σας και πατήστε αποστολή.