Η βυζαντινή τέχνη ανέλαβε το δύσκολο έργο να μιλήσει για κάτι που δεν ανήκε στον επίγειο κόσμο, γνωρίζοντας ότι έπρεπε να το παρουσιάσει ως απουσία και να το εμφανίσει ως μη φανέρωση. Προκειμένου η εικονοποιία να μην απομειωθεί στη λατρεία της ύλης και σε μια κατάσταση ειδωλολατρίας, επιτελείται ταυτοχρόνως η παρουσία και η απουσία του Θεού, η παρουσία ως απουσία και η απουσία ως ομοιότητα. Μόνο έτσι θα μπορούσαμε να σκεφτούμε τη σχέση της εικόνας με την ιδέα της. Το μόνο στοιχείο σύγκλισης, που αφορά στη συνθήκη της ομοιότητας, περιορίζεται αποκλειστικά στο φως, στο χρώμα και το σχήμα, δηλαδή σε ιδιότητες που εκμεταλλεύθηκε η βυζαντινή τέχνη για να προσδιορίσει την εν λόγω συνθήκη ομοιότητας.
Η πιο απτή μαρτυρία του γεγονότος της αγνωσίας του Θεού μάς προσφέρεται από το αρχιτεκτόνημα της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, όπου και επιβεβαιώνεται η λειτουργία του φωτός να διεισδύει, ενώ το σκότος είναι διαρκώς παρόν, για να υποδηλωθεί πρωτίστως το ανυπέρβλητο της σοφίας του Θεού. Η λειτουργία του φωτός δεν κάνει τίποτα άλλο από το να αποκαθιστά οτιδήποτε θα παραμείνει εν τέλει έξω από τη δυνατότητα του βλέμματος να δει και να έχει πρόσβαση σε αυτό. Το φως διασχίζει ολόκληρο το οικοδόμημα, είναι μια εντομή εντός του, αλλά δεν απευθύνεται σε ό,τι είναι ορατό. Αποτελεί μια εντομή για ό,τι θα παραμένει εκτός αυτού, καθότι αδιαπέραστο από το βλέμμα, στο μέτρο που αφορά στο σκότος της αγνωσίας. Το ἀποκρυπτόμενον αναφέρεται σε ό,τι είναι και θα παραμείνει αόρατο. Εντούτοις, η αισθητική εμπειρία του φωτός είναι εκεί παρούσα και το φως δεν υπάρχει για να αποκαλύψει αλλά για να υποδηλώσει το όριο πέρα από το οποίο η γνώση του Θεού δεν είναι προσπελάσιμη και γι’ αυτό ταυτίζεται με το σκότος.