Οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως δίκαιοι όταν σχηματίζουν αυθόρμητες ομάδες - για να παίξουν, να εξερευνήσουν, να συζητήσουν, ακόμα και για να κλέψουν. Πόσο όμορφη είναι η δικαιοσύνη που αναδύεται αυθόρμητα σε μια βάρκα γεμάτη από ναυαγούς! Υπάρχει δικαιοσύνη στις φυλακές και σε κάθε κοινότητα σκλάβων. Ο άνθρωπος εν κοινωνία είναι φύσει δίκαιος, γιατί η κοινωνία, αν είναι πραγματική, είναι ένας δεσμός αμοιβαίας μέριμνας. Αυτός που δεν έχει πια αίσθηση δικαιοσύνης είναι ο άνθρωπος που έχει αναχθεί σε μονάδα, σε ψηφίο. Είναι ανώνυμος, ανεξάρτητος, αδιάφορος. Δεν νιώθει καν το αίσθημα συνοχής μιας αγέλης λύκων. Είναι μόνος του, και απέναντί του ορθώνεται το κράτος: ένα σύμπλεγμα νόμων, κανόνων και κανονισμών που δεν έχουν πραγματικότητα γι` αυτό το άτομο-ψηφίο, που δεν έχει πάρει μέρος στη δημιουργία τους, που μπορεί να μην καταλαβαίνει καν το νόημά τους. «Ου φονεύσεις» - την εντολή αυτή μπορούν να την καταλάβουν οι πάντες: είναι έγκλημα σε βάρος ενός άλλου ανθρώπου και έγκλημα κατά του Θεού. Αλλά «ου μιλήσεις περί οικουμενικής ειρήνης και αδελφοσύνης» - αυτή την εντολή δεν μπορεί να την καταλάβει κανένας, εκτός κι αν έχει μαύρη καρδιά. Είναι μια εντολή που δεν μπορεί να έχει ισχύ μεταξύ ανθρώπων, αλλά μόνο ανάμεσα στο κράτος και τους ανώνυμους πολίτες του.