Διαβάζουμε ένα γράμμα, ένα ποίημα, ένα βιβλίο. Πώς διαβάζουμε όμως ένα έργο τέχνης; Έναν πίνακα ζωγραφικής τον κοιτάζουμε, μπορεί να τον θαυμάζουμε αμέσως ή να μας αφήνει αδιάφορους, ακόμη και να μας δυσαρεστεί, και τότε τον προσπερνάμε. Όταν όμως τον παρατηρούμε επίμονα, και βέβαια πάντα από απόσταση, όπως στην αίθουσα ενός μουσείου, νιώθουμε ότι σταθήκαμε ώρα μπροστά του όχι μόνο επειδή μας ευχαριστεί η θέασή του, αλλά γιατί ακριβώς έχει και κάτι να μας πει, να μας αφηγηθεί. Αρχίζουμε τότε και αναγνωρίζουμε ότι, «γραμμένος» σε μια δική του γλώσσα, ο πίνακας απαιτεί από μας να τον «διαβάσουμε». Αυτή την παράδοξη αναγνωστική λειτουργία της ιδιωματικής γλώσσας της ζωγραφικής επιχειρεί να αναλύσει στο δοκίμιό του ο Λουί Μαρέν˙ να φωτίσει τα διασταυρούμενα όρια του νοητού και του ορατού: από την παραστατική συμβολική ζωγραφική του Νικολά Πουσσέν ‒όπου την αφήγηση αναλαμβάνει ο μύθος και η Ιστορία‒, διατρέχοντας την τέχνη του 17ου-18ου αιώνα μέσα από τις σιωπηλές νεκρές φύσεις των Φιλίπ ντε Σανπαίν, Λυμπέν Μπωγκέν και Ζαν Μπατίστ Σιμεόν Σαρντέν, ώς τη μοντέρνα τέχνη, με παραδείγματα την αφηρημένη ζωγραφική των Πητ Μόντριαν και Πάουλ Κλέε, ο συγγραφέας αναδεικνύει την καθολικότητα και την αυτονομία της ζωγραφικής απεικονιστικής σημασίας, περιγράφοντας την απόλαυση του βλέμματος όταν αυτό κατορθώνει να διαβάζει σαν γράμμα το ορατό και να κοιτάζει σαν ύλη το νοητό.