Τα δεκατρία ρολόγια δεν είναι παραμύθι, όπως δεν είναι ιστορία με φαντάσματα. Αλλά έχεις την αίσθηση πως είναι γιατί διαδραματίζεται στον χώρο του παραμυθιού. Είναι μικρό – όχι πολύ μικρό, μόνον όσο πρέπει. […]
Νομίζω ότι αν θέλετε να ξέρετε πώς να διηγείστε σωστά μιαν ιστορία, θα το μάθετε διαβάζοντας αυτό το βιβλίο.
Κοιτάξτε: έχει έναν πρίγκιπα και μια πριγκίπισσα και τον πιο άθλιο δούκα που γράφτηκε ποτέ. Έχει έναν Ακουστή, έναν Ψιθυριστή (κι έναν Αφουγκραστή). Για μεγάλη μας χαρά, έχει μια Χάγκα που κλαίει πετράδια, και για μεγάλο τρόμο μας έχει ένα Τόνταλ. Και το καλύτερο, το πιο θαυμαστό, το πιο απίθανο απ’ όλα,έχει έναν Γκόλουξ, μ’ ένα απερίγραπτο καπέλο που προειδοποιεί τον ήρωά μας.
«Τα μισά μέρη που έχω πάει δεν υπήρξαν ποτέ. Σκαρώνω πράγματα. Τα μισά πράγματα που λέω δεν μπορούν να βρεθούν. Όταν ήμουν νέος, διηγήθηκαν μια ιστορία για χαμένο θησαυρό κι οι άνθρωποι, από λεύγες μακριά, έσκαβαν στα δάση να τον βρουν. Έσκαβα κι εγώ».
«Γιατί;»
«Σκέφτηκα πως μπορεί να ’ταν αλήθεια η ιστορία για τον θησαυρό».
«Μα είπες πως την σκαρφίστηκες».
«Το ξέρω πως το είπα, μα τότε δεν ήξερα τι είχα πει. Ξεχνάω κιόλας».
Κάθε παραμύθι χρειάζεται έναν Γκόλουξ. Για καλή μας τύχη, αυτό το βιβλίο τον έχει.
Από την εισαγωγή, του Νιλ Γκάιμαν