Το βιβλίο αυτό, καρπός συλλογικής προσπάθειας, θεωρούμε ότι αποτελεί μια πολλαπλή πρόκληση. Πρώτα-πρώτα για τον αναγνώστη.
Αν αυτός πιστεύει ότι το ιστορικό παρελθόν ταυτίζεται με αυτό που λέμε «ιστορία», ότι η ερμηνεία του παρελθόντος είναι μία και μοναδική, δεδομένη, αναλλοίωτη και απαρασάλευτη, ότι έργο του ιστορικού είναι, όπως διακήρυσσε ο LeopoldvonRanke πριν από εκατόν εβδομήντα χρόνια περίπου, να καταγράψει τα γεγονότα όπως ακριβώς συνέβησαν, τότε έχει δύο επιλογές: ή να αφήσει από τα χέρια του το βιβλίο ή να επιχειρήσει να το μελετήσει οπλισμένος με δύναμη και υπομονή. Αν πάλι ο αναγνώστης ανήκει στην κατηγορία εκείνων που θεωρούν ότι το ιστορικό παρελθόν είναι οριστικά χαμένο και γι’ αυτό, όταν μιλούμε για ιστορία, αναφερόμαστε ουσιαστικά στις σκέψεις των ανθρώπων πάνω στο παρελθόν, τότε θα απογοητευτεί. Η ιστορία μπορεί να είναι σε έναν βαθμό μια νοητική κατασκευή σε σχέση με το παρελθόν, αλλά υπόκειται σ’ ένα είδος αυστηρής διανοητικής πειθαρχίας που δεν επιτρέπει τον απόλυτο σχετικισμό και δεν εξισώνει όλες τις οπτικές και τις ερμηνείες.
Πρόκληση, όμως, το βιβλίο αποτελεί και για τους συγγραφείς, για δύο κυρίως λόγους: πρώτον, γιατί θελήσαμε να αναμετρηθούμε με θέματα δύσκολα και επίμαχα από άποψη επιστημολογική, πολιτική και κοινωνική· και δεύτερον, γιατί η εποχή μας, παρά τη φαινομενική επικράτηση φιλελεύθερων ιδεών, τείνει, σπρωγμένη από τις ανασφάλειες της παγκοσμιοποίησης και την ανατροπή των βεβαιοτήτων του παρελθόντος, σε λύσεις συντηρητικές, ακόμη και αυταρχικές. Εκεί πρέπει μάλλον να αποδοθούν και οι φόβοι έντιμων ανθρώπων για κινδύνους υπαρκτούς, η επινόηση κινδύνων από άλλους πονηρούς και η εξαπόλυση, με πολλές ευκαιρίες, ενός νέου «κυνηγιού μαγισσών» από τους έξαλλους, πράγμα που μεγαλώνει «το βάσανο της Ιστορίας».
Ωστόσο, αποφασίσαμε να ασχοληθούμε με μια θεματολογία που έχουμε κάθε λόγο να θεωρούμε ότι ανταποκρίνεται σε υπαρκτές και πιεστικές ανάγκες της εποχής μας, ανάγκες σχετικές με την κοσμογονία που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια τόσο σε επίπεδο επιστημολογίας γενικά και επιστημολογίας της ιστορίας ειδικότερα όσο και στους τομείς της γνωστικής ψυχολογίας, της σχολικής παιδαγωγικής, της διδακτικής μεθοδολογίας και της οργάνωσης του σχολικού και του εξωσχολικού μαθησιακού περιβάλλοντος. Πράγματι, οι νεότερες συζητήσεις έχουν ανατρέψει ή τροποποιήσει αισθητά τις παραδοσιακές αντιλήψεις για τη φύση της ιστορίας, σε κάποιο βαθμό και στη χώρα μας, ενώ οι σημαντικές εξελίξεις στους τομείς της γνωστικής ψυχολογίας και της νευροβιολογίας έχουν αλλάξει δραματικά την εικόνα του σύγχρονου σχολείου, δυστυχώς όχι ακόμη στη χώρα μας.
Επομένως, στον βαθμό που θέματα σαν κι αυτά που πραγματευόμαστε στο παρόν βιβλίο υποστηρίζονται επιστημολογικά από πολλές επιστήμες, δεν είναι λογικό να αγνοούνται όχι μόνον από τον ακαδημαϊκό χώρο αλλά ούτε και από το σχολείο. Οι σύγχρονες κοινωνίες χαρακτηρίζονται, παρά την επιφανειακή ομογενοποίησή τους, από πληθώρα αντιφάσεων, συγκρούσεων και προβλημάτων, σε βαθμό που να έχουν ενταθεί η συνθετότητα και η πολυπλοκότητά τους. Αν, λοιπόν, όπως δείχνουν και πάμπολλες έρευνες στο εξωτερικό και σχετικά λίγες στην Ελλάδα, το παρελθόν είναι για τους μαθητές μια «ξένη χώρα», με την έννοια κυρίως ότι δυσκολεύονται να κατανοήσουν τους άλλους, το άλλοτε και το αλλού, αλλά και ότι αδιαφορούν για το παρελθόν, ζώντας σ’ ένα διαρκές, καταναλωτικό παρόν, είναι σαφές ότι η ιστορία και στην ακαδημαïκή και στη σχολική εκδοχή της δεν μπορεί να μείνει απαθής. Εξαίρεση μπορεί να αποτελεί μόνον η «εύπεπτη» ιστορία για λαïκή κατανάλωση (softpopularhistory), η οποία υπακούει στους δικούς της νόμους, εκείνους της αγοράς, όπως διαμορφώνεται στο πλαίσιο της ηγεμονικής κουλτούρας, της παραπολιτικής και των παραπειστικών σκοπιμοτήτων.
Έτσι, εδώ και μερικά χρόνια, διεθνείς οργανισμοί, θεωρητικοί, ερευνητές και εκπαιδευτές τονίζουν ότι η διδασκαλία της ιστορίας είναι απαραίτητο να αλλάξει ριζικά, ώστε να επιδιώκεται η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και της ιστορικής-πολιτικοκοινωνικής συνείδησης των μαθητών, που, μεταξύ άλλων, σημαίνει ότι θα πρέπει αυτοί, μέσω και της ιστορικής εκπαίδευσης, να είναι σε θέση να κάνουν διάκριση μεταξύ ιστορίας, παρελθόντος και μνήμης, να μπορούν να διαχειρίζονται θέματα συγκρουσιακά, τραυματικά και επίμαχα, να μάθουν πώς να οικοδομούν την γνώση τους ενεργητικά και να ρυθμίζουν τη μαθησιακή πορεία τους, να αντιμετωπίζουν και να λύνουν προβλήματα, να παίρνουν αποφάσεις, να κατανοούν το διαφορετικό κ.λ.π. Προς τούτο, όμως, απαιτείται μια ολιστική – συστημική προσέγγιση, που θα συμπεριλαμβάνει δηλαδή τα προγράμματα σπουδών, το υλικό, τα μέσα, τις μεθόδους και τις μορφές διδασκαλίας, την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών που διδάσκουν ιστορία, τη σχολική κουλτούρα κ.λ.π. Σήμερα, λοιπόν, περισσότερο ίσως από ποτέ, η διδασκαλία δεν δικαιώνεται αν δεν διευκολύνει την απόδοση νοήματος στη μάθηση. Γι’ αυτό και θα πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους τους εμπλεκόμενους στην εκπαίδευση ότι διδασκαλία είναι η δημιουργία συνθηκών τις οποίες μπορεί να αντιμετωπίσει ο μαθητής μόνο μέσω της ικανότητάς του να σκέφτεται.
Με το βιβλίο αυτό, λοιπόν, επιχειρήσαμε να εξετάσουμε ορισμένα από τα καίρια θέματα του ιστορικού γραμματισμού, με εστίαση στο θεωρητικό υπόβαθρο και τις στρατηγικές διδασκαλίας επίμαχων και συγκρουσιακών θεμάτων, καθώς και στη μάθηση που βασίζεται στην επίλυση προβλημάτων. Άλλωστε, η ίδια η φύση της ιστορίας είναι συγκρουσιακή, το ιστορικό παρελθόν συχνά αμφισβητούμενο, οι ιστορικές ερμηνείες αμφιλεγόμενες, ενώ πολλά από τα σύγχρονα προβλήματα έχουν τις ρίζες τους στο παρελθόν.
Σε κάθε περίπτωση φροντίσαμε να έχει η πραγμάτευση των θεμάτων μας ακαδημαïκη και διδακτική πληρότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εξαντλήσαμε τα θέματά μας. Κάποιοι θα συμφωνήσουν με όσα υποστηρίζουμε, αποδεχόμενοι τις οπτικές μας. Άλλοι μπορεί να προτιμήσουν άλλες απόψεις. Εξάλλου εμείς, ως δάσκαλοι, έχουμε ως αφετηρία μας αυτό που έλεγε ο Κομφούκιος: «Κάθε αλήθεια έχει τέσσερις οπτικές γωνίες: ως δάσκαλος σου έδωσα μία, και είναι δική σου δουλειά να βρεις τις υπόλοιπες».
Αν ο αναγνώστης κρίνει ότι σε ορισμένα σημεία η γραφή μας τον δυσκολεύει κάπως, αυτό δεν αποκλείεται να οφείλεται σε δικές μας αδυναμίες. Πρέπει, πάντως, να υπογραμμίσουμε ότι σε γενικές γραμμές ακολουθήσαμε την προτροπή του AlbertEinstein: «Θα έπρεπε να κάνουμε τα πράγματα όσο γίνεται πιο απλά, αλλά όχι απλούστερα». Κι αυτό δεν αποτελεί αυταρέσκεια αλλά δείγμα ακαδημαϊκής ευθύνης.
Το κύριο συγκριτικό πλεονέκτημα του βιβλίου αφορά το γεγονός ότι, χωρίς να μεταβληθεί η θεωρητική βάση του προβληματισμού, διευρύνθηκε κατά πολύ το φάσμα των αναζητήσεων προς την κατεύθυνση της εστιασμένης εκπαιδευτικής έρευνας, ενώ, ταυτόχρονα, αναπτύχθηκαν ειδικά και πολυδιάστατα σχέδια εργασίας. Πρόκειται, όπως πιστεύουμε, για καινοτόμες διδακτικές εφαρμογές με τις οποίες επιχειρείται να γεφυρωθεί η μεγάλη απόσταση ανάμεσα, αφενός μεν, στις καλές προθέσεις των ευαισθητοποιημένων και καταρτισμένων εκπαιδευτικών, τον οραματισμό και τις διεθνείς εξελίξεις στο πεδίο της ιστορικής μάθησης, αφετέρου δε στις αντιστάσεις που προβάλλει η καθημερινότητα του σχολείου, ο διάχυτος κομφορμισμός, οι ανεπαρκείς υποδομές, οι ανελαστικές δομές και οι εκπαιδευτικές πολιτικές, όπως επίσης η επιδεινούμενη οικονομική κρίση και το συντηρητικοποιημένο κοινωνικο-πολιτικό περιβάλλον. Έχοντας αποφασίσει να συντονίσουμε τις διανοητικές δυνάμεις μας ώστε να συγκροτήσουμε ένα ισχυρό κέντρο παραγωγής καινοτόμου και ριζοσπαστικής γνώσης στο χώρο της ιστορικής εκπαίδευσης, ευελπιστούμε ότι και αυτό τα ο βιβλίο, καρπός μακροχρόνιας προσπάθειας, θα αποτελέσει ένα ακόμα εργαλείο αυτογνωσίας, επιμόρφωσης και χειραφέτησης στην εργαλειοθήκη της μαχόμενης εκπαιδευτικής κοινότητας.