Το έργο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στη Βιέννη το 1937, εποχή κατά την οποία το κυνηγητό των Εβραίων από τους ναζί έχει γιγαντωθεί. Το βιβλίο μάς επιτρέπει να εκτιμήσουμε με τον πιο ακριβή τρόπο τα χαρακτηριστικά του πλούσιου και σύνθετου ταλέντου του συγγραφέα του. Αποτελεί μια θαυμάσια μεταφορά της αέναης περιπλάνησης του εβραϊκού λαού.
Περιγραφή
H ΜΕΝΟΡΑ – TO ΘΑΜΜΕΝΟ ΚΗΡΟΠΗΓΙΟ πρωτοδημοσιεύτηκε στη Βιέννη το 1937, εποχή κατά την οποία το κυνηγητό των Εβραίων από τους ναζί έχει γιγαντωθεί. Το βιβλίο μάς επιτρέπει να εκτιμήσουμε με τον πιο ακριβή τρόπο τα χαρακτηριστικά του πλούσιου και σύνθετου ταλέντου του συγγραφέα του, γιατί βρίσκουμε σε αυτό ταυτόχρονα τον αφηγητή, τον ιστορικό και τον στοχαστή. Αποτελεί μια θαυμάσια μεταφορά της αέναης περιπλάνησης του εβραϊκού λαού.
Η υπόθεσή του εμπνέεται από τον εβραϊκό θρύλο της επτάφωτης λυχνίας. Διηγείται την περιπέτεια της μενορά στο Ναό του Σολομώντα, την αρπαγή της από τον Τίτο, την κλοπή της στη Ρώμη από τους Βανδάλους και την ανάκτησή της από τους στρατιώτες του Ιουστινιανού με τον στρατηγό Βελισάριο.
Ένα αγόρι, νεαρός Εβραίος, αυτόπτης μάρτυρας της λεηλασίας της Ρώμης το 455 και της κλοπής της λυχνίας, έζησε ώς τα βαθιά γεράματα και πήγε στο Βυζάντιο για να πάρει πίσω από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό την ιερή μενορά.
Με βάση την ιστορία της, ο Τσβάιχ δημιουργεί ένα δυνατό δράμα, με υπέροχες αναφορές στην παρηκμασμένη Ρώμη, στο οποίο ο εβραϊκός θρύλος γίνεται μυθιστορηματικός χωρίς να χάνει τη συμβολική του δύναμη: τον αιώνιο πόνο και την αιώνια ελπίδα του εβραϊκού λαού.
Η έκδοση συνοδεύεται από ένα επίμετρο του Π.Κ. Τσούκα με παραθέματα επιστολών του Τσβάιχ μέσα σε τρεις δεκαετίες, σχετικά με τον εβραϊσμό, την εβραϊκή παράδοση και τον σιωνισμό, με τον οποίο ο συγγραφέας διαφωνούσε σε πολλά.
-----
Απόσπασμα από το βιβλίο:
Κι έτσι προσεύχονταν οι Εβραίοι της Ρώμης, κάθε βράδυ ώς αργά τη νύχτα, όλες εκείνες τις σκοτεινές και επικίνδυνες μέρες της λεηλασίας. Γιατί τί άλλο μπορεί να κάνει ο δίκαιος μέσα σ’ έναν άδικο και σκληρό κόσμο όπου πάντα νικά η βία, παρά να γυρίσει την πλάτη του στη γη και να στραφεί στον Θεό; Χρόνια και χρόνια έτσι γινόταν. Άλλοτε από τα νότια, άλλοτε από τα ανατολικά ή τα δυτικά, έρχονταν οι ξανθοί κι οι μελαμψοί, οι ξένοι, όλοι τους άρπαγες. Δεν πρόφταινε να πέσει η μία λαίλαπα, έπεφτε πάνω τους άλλη. Απ’ άκρη σ’ άκρη στην οικουμένη πολεμούσαν οι άθεοι και δεν άφηναν ήσυχους τους πιστούς του Θεού. Έτσι είχαν πάρει την Ιερουσαλήμ, έτσι τη Βαβυλώνα και την Αλεξάνδρεια· τώρα ήταν η σειρά της Ρώμης. Όπου έψαχναν γαλήνη, βασίλευε η ταραχή. Όπου γύρευαν την ειρήνη, χτυπούσε ο πόλεμος. Δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγουν από τη μοίρα τους. [...]
Όπως στη Ρώμη δεν επιτρεπόταν στους Εβραίους να μένουν παρά μόνο στην άλλη όχθη του ποταμού, έτσι και οι Εβραίοι του Βυζαντίου ήταν αποκλεισμένοι στο Πέραν, στην άλλη μεριά του Κεράτιου. Κι εδώ, όπως παντού, το χώρια κι απόμερα ήταν η μοίρα τους, μαζί και το μυστικό τους όμως, που τους γλίτωνε και τους βοηθούσε ν’ αντέχουν στο πέρασμα του χρόνου.
-----
ΣΤΕΦΑΝ ΤΣΒΑΪΧ, από το Επίμετρο του βιβλίου :
«Για μένα η δόξα και το μεγαλείο του εβραϊκού λαού έγκειται ακριβώς στο ότι είναι ο μοναδικός που διαθέτει μόνο πνευματική πατρίδα, ο ένας λαός στην ιστορία του κόσμου, που επιδιώκει να επιστρέψει στην Αιώνια Ιερουσαλήμ, επιδιώκοντας ταυτόχρονα την επιστροφή στην πραγματική Παλαιστίνη. Για μένα, το μεγαλείο του Εβραϊσμού είναι ότι βρίσκεται πάνω από τα όρια των εθνών, ότι συνδέει και ενώνει τα άλλα έθνη στη δική του ιδέα. Εκείνος επιθυμεί το εβραϊκό έθνος, και εγώ διαβλέπω στον εθνικισμό τον κίνδυνο του διχασμού, της υπεροψίας, του περιορισμού και της ματαιοδοξίας». [...]
«Είμαι απολύτως σαφής και αποφασισμένος: Όσο πιο απειλητική προβάλλει η πραγματοποίηση του ονείρου, του επικίνδυνου ονείρου ενός εβραϊκού κράτους με κανόνια, σημαίες, τάξεις και τάγματα, τόσο περισσότερο αγαπώ την επώδυνη ιδέα της διασποράς. [...] Τί είναι το έθνος, αν όχι κοινή μοίρα; Κοινή πορεία; Η Παλαιστίνη θα είναι ένα τέρμα, το κλείσιμο του κύκλου, το τέλος μιας κίνησης που συγκλόνισε την Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο. Και σαν επανάληψη θα ήταν μια τραγική απογοήτευση».
«Κατά τη γνώμη μου, η αποστολή του Εβραϊσμού, πολιτικά, είναι να ξεριζώσει τον εθνικοσοσιαλισμό σε όλες τις χώρες, έτσι ώστε να διασφαλίσει την ένωση με το καθαρό πνεύμα. Γι’ αυτό και απορρίπτω τον εβραϊκό εθνικισμό, επειδή είναι υπεροψία και αποκλεισμός.
Μετά από δύο χιλιάδες χρόνια που έχουμε ποτίσει τη γη με το αίμα μας και την έχουμε σπείρει με τις ιδέες μας, δεν μπορούμε να περιοριστούμε ξανά σε μια γωνιά της Αραβίας και να γίνουμε ένα μικρό κλειστό έθνος. Το πνεύμα μας είναι το πνεύμα του κόσμου – είμαστε πολίτες του κόσμου. Γι’ αυτό γίναμε αυτό που είμαστε. Κι αν πρέπει για τούτο να υποφέρουμε, έτσι είναι γραφτό μας… Δεν ωφελεί σε τίποτα να καμαρώνει κανείς ή να ντρέπεται για την εβραϊκότητά του – το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να την αναγνωρίζουμε και να ζούμε όπως είναι η μοίρα μας να ζούμε, χωρίς πατρίδα δηλαδή – με την υψηλότερη έννοια. Γι’ αυτό δεν θεωρώ πως είναι τυχαίο που είμαι διεθνιστής και ειρηνιστής – θα έπρεπε να απαρνηθώ τον εαυτό μου και το αίμα μου για να μην είμαι !
[…] Έχουμε ζήσει τόσο πολλά ! Πολλά έχουν εισβάλει στη ζωή μας και έχουν καταστρέψει για πάντα (ιδίως για εμάς τους Εβραίους) την εσωτερική μας ισορροπία. Είμαστε ζωντανές ανωμαλίες: Γράφουμε και σκεφτόμαστε σε μια γλώσσα που μας την απαγορεύουν, ζούμε σε μια χώρα όπου δεν μας θέλουν, και είμαστε δεμένοι με τη μοίρα ενός τόπου που απλώς μας ανέχεται· Εβραίοι χωρίς τη θρησκευτική πίστη και χωρίς την επιθυμία να είμαστε Εβραίοι· ειρηνιστές που δεν έχουν το δικαίωμα της αντίρρησης, όταν το Θηρίο οπλίζεται και ετοιμάζεται να επιτεθεί – ποιά άλλη γενιά στην ιστορία βρέθηκε ποτέ έρμαιο τέτοιου παραλογισμού;»