Ο Μικελής, στο μελαγχολικό Λουκούμι του Γιάννη Κωνσταντινίδη, επιστρέφει ως άχνη λουκουμιού για να αφηγηθεί την ασήμαντη ζωή του και τον ακόμα πιο ασήμαντο θάνατό του. Από τη Σύρο στο Γκαζοχώρι πρωτευούσης, ολίγον μούτσος, ολίγον εργάτης στο φωταέριο, ολίγον πολύτεκνος και ολίγον τίποτε, μοιράζεται με το αόρατο κοινό την αόρατη παρουσία του.
Ο Μικελής θα ζήσει και μετά θα πεθάνει. Στο ενδιάμεσο θα ξαναζήσει και θα ξαναπεθάνει. Ακόμα κι η «πνευμοκονίαση μεταλλωρύχου», η αιτία θανάτου του, (η μόνη λαμπερή ατομικότητα που του χαρίστηκε), θα καταγραφεί ως μαζικός θάνατος εκ λιμού τον μαύρο χειμώνα του ’42.
Ο Μικελής ήρθε, είδε και απήλθε σαν κοσμική λουκουμόσκονη. Αυτή η άχνη της ιστορίας, ο ασήμαντος κόκκος της ιστορικής σκόνης που περνάει και χάνεται είναι η πρόκληση για την bijoux de kant, που η δουλειά της είναι να συνομιλεί με τους αόρατους...