Οι εύθυμες κυράδες του Ουίνδσορ ανήκουν ολοφάνερα στην εποχή όπου το ύφος του ποιητή είναι ακόμα γεμάτο κέφι, αισιοδοξία, νεανικό παλμό και ευφορία. Έτσι τουλάχιστον μαρτυρεί η ατμόσφαιρα του έργου. Ένας κόσμος χωρατατζήδων, φλύαρων, κουτοπόνηρων ανθρώπων, ιδωμένος από τον ποιητή με διάθεση πρόσχαρη, «ανοιχτή» και με άκακο μάτι. Αν και δεν είναι γνωστό το πότε γράφτηκε το έργο από τον Σαίξπηρ, είναι πιθανό να ανέβηκε για πρώτη φορά το 1597, ενώ δημοσιεύτηκε σε κείμενο το 1602. Έργο με πολλά ηθογραφικά στοιχεία της εποχής του Σαίξπηρ, κωμωδία γραμμένη με μπρίο και κέφι.
Η διασκευή-μετάφραση της κας Νίκης Τριανταφυλλίδη μεταξύ άλλων παρουσιάζει ενδιαφέρον ως προς το εξής: προσαρμόζει τη γλώσσα στο ύφος της ελληνικής πραγματικότητας της υπαίθρου, ειδικά σε ό,τι αφορά την «ιδιόλεκτο» της υπηρέτριας, η οποία παίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής. Γλώσσα άμεση, με αφήγηση, που δίνει την αίσθηση ότι οι ήρωες ζουν ανάμεσά μας και τις φάρσες που σκαρώνουν θα μπορούσαμε άνετα να τις σκαρώσουμε κι εμείς για να δώσουμε «μάθημα ζωής» σε κάποιον που πιθανώς το χρειάζεται.
Το θέμα είναι αν ο αυτός ο κάποιος -και εν προκειμένω ο «μπούφος», κουτοπόνηρος και καιροσκόπος Φάλσταφ- είναι σε θέση να το εισπράξει.